Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μόχθος: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μόχθος:''' ὁ, = [[μόγος]], [[κόπος]], σκληρή δουλειά, [[δυσκολία]], [[ταλαιπωρία]], [[μπελάς]], σε Ησίοδ., Τραγ.· στον πληθ., ταλαιπωρίες, βάσανα, δυσκολίες, στους Τραγ.· <i>τέκνων</i>, λέγεται για [[χάρη]] των παιδιών, σε Ευρ.· τα [[μόχθος]] και [[πόνος]] χρησιμ. από κοινού με την [[έννοια]] της δυσκολίας, της ταλαιπωρίας· αυτή όμως η [[σημασία]] ανήκει κανονικά στο [[μόχθος]], ενώ το [[πόνος]] σημαίνει κανονικά [[εργασία]], Λατ. [[labor]] (από το [[πένομαι]], [[πένης]], το [[ριζικό]] του φτωχού ανθρώπου).
|lsmtext='''μόχθος:''' ὁ, = [[μόγος]], [[κόπος]], σκληρή δουλειά, [[δυσκολία]], [[ταλαιπωρία]], [[μπελάς]], σε Ησίοδ., Τραγ.· στον πληθ., ταλαιπωρίες, βάσανα, δυσκολίες, στους Τραγ.· <i>τέκνων</i>, λέγεται για [[χάρη]] των παιδιών, σε Ευρ.· τα [[μόχθος]] και [[πόνος]] χρησιμ. από κοινού με την [[έννοια]] της δυσκολίας, της ταλαιπωρίας· αυτή όμως η [[σημασία]] ανήκει κανονικά στο [[μόχθος]], ενώ το [[πόνος]] σημαίνει κανονικά [[εργασία]], Λατ. [[labor]] (από το [[πένομαι]], [[πένης]], το [[ριζικό]] του φτωχού ανθρώπου).
}}
{{elru
|elrutext='''μόχθος:''' ὁ<b class="num">1)</b> тяжелый труд, мучительное усилие: [[μάτην]] ὁ μ.! Aesch. напрасный труд!;<br /><b class="num">2)</b> страдание, терзание, мука (μόχθῳ [[λωβατός]] Soph.).
}}
}}