3,277,637
edits
(27) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ον, αρσ. και νοήμονας (Α [[νοήμων]], -ον) [[νόημα]]<br /><b>1.</b> αυτός που έχει την [[ικανότητα]] να αντιλαμβάνεται, να σκέπτεται<br /><b>2.</b> [[ευφυής]], [[έξυπνος]]<br /><b>3.</b> [[συνετός]], [[μυαλωμένος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «το νοήμον κοινό»<br /><b>ειρων.</b> το κοινό που, [[κατά]] [[βάθος]], [[λίγα]] πράγματα καταλαβαίνει<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ικανός]], [[επιτήδειος]], [[επιδέξιος]]<br /><b>2.</b> [[υγιής]] στο [[πνεύμα]] («οἴνῳ προσκείμενον παραφρονέειν καὶ οὐκ [[εἶναι]] νοήμονα», <b>Ηρόδ.</b>). | |mltxt=ον, αρσ. και νοήμονας (Α [[νοήμων]], -ον) [[νόημα]]<br /><b>1.</b> αυτός που έχει την [[ικανότητα]] να αντιλαμβάνεται, να σκέπτεται<br /><b>2.</b> [[ευφυής]], [[έξυπνος]]<br /><b>3.</b> [[συνετός]], [[μυαλωμένος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «το νοήμον κοινό»<br /><b>ειρων.</b> το κοινό που, [[κατά]] [[βάθος]], [[λίγα]] πράγματα καταλαβαίνει<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ικανός]], [[επιτήδειος]], [[επιδέξιος]]<br /><b>2.</b> [[υγιής]] στο [[πνεύμα]] («οἴνῳ προσκείμενον παραφρονέειν καὶ οὐκ [[εἶναι]] νοήμονα», <b>Ηρόδ.</b>). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''νοήμων:''' ([[νοέω]]), -ον, γεν. <i>-ονος</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[σκεπτικός]], [[ευφυής]], αυτός που διαθέτει [[νόηση]], σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που έχει σωστή [[κρίση]], σε Ηρόδ. | |||
}} | }} |