ἀποδοκιμάζω: Difference between revisions

3
(5)
(3)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[ἀποδοκιμάζω]])<br />δεν [[εγκρίνω]] [[κάτι]], το [[απορρίπτω]] [[μετά]] από έλεγχο<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κατακρίνω]], [[ψέγω]]<br /><b>2.</b> [[εκφράζω]] έντονα την [[απαρέσκεια]] μου για [[κάτι]] («ο [[κόσμος]] αποδοκίμασε τον φονιά»)<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[δοκιμάζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>απο</i> - <span style="color: red;">+</span> [[δοκιμάζω]]<br />Το απλό ρ. [[δοκιμάζω]] (<span style="color: red;"><</span> [[δοκιμή]]) σημαίνει την [[αποδοχή]] [[κατόπιν]] δοκιμής. Η [[σημασία]] της αποδοχής αίρεται στη [[σύνδεση]] με το προρρηματικό <i>απο</i>- (σε [[αντίθεση]] [[προς]] [[σύνθετα]], όπως το <i>απο</i>-[[δέχομαι]], όπου η [[παρουσία]] του προρρηματικού δεν αίρει, [[αλλά]] επιτείνει τη σημ. του ρήματος: [[αποδέχομαι]] = [[δέχομαι]] πλήρως, απολύτως), που [[έτσι]] φτάνει στη [[σημασία]] του «[[απορρίπτω]]»].
|mltxt=(AM [[ἀποδοκιμάζω]])<br />δεν [[εγκρίνω]] [[κάτι]], το [[απορρίπτω]] [[μετά]] από έλεγχο<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κατακρίνω]], [[ψέγω]]<br /><b>2.</b> [[εκφράζω]] έντονα την [[απαρέσκεια]] μου για [[κάτι]] («ο [[κόσμος]] αποδοκίμασε τον φονιά»)<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[δοκιμάζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>απο</i> - <span style="color: red;">+</span> [[δοκιμάζω]]<br />Το απλό ρ. [[δοκιμάζω]] (<span style="color: red;"><</span> [[δοκιμή]]) σημαίνει την [[αποδοχή]] [[κατόπιν]] δοκιμής. Η [[σημασία]] της αποδοχής αίρεται στη [[σύνδεση]] με το προρρηματικό <i>απο</i>- (σε [[αντίθεση]] [[προς]] [[σύνθετα]], όπως το <i>απο</i>-[[δέχομαι]], όπου η [[παρουσία]] του προρρηματικού δεν αίρει, [[αλλά]] επιτείνει τη σημ. του ρήματος: [[αποδέχομαι]] = [[δέχομαι]] πλήρως, απολύτως), που [[έτσι]] φτάνει στη [[σημασία]] του «[[απορρίπτω]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀποδοκῐμάζω:''' μέλ. <i>-άσω</i>, [[απορρίπτω]] [[κατόπιν]] εξέτασης ή δοκιμασίας· [[απορρίπτω]] υποψήφιο λόγω έλλειψης των αναγκαίων προσόντων, σε Ηρόδ., Αττ.· γενικά, [[απορρίπτω]] [[κάτι]] ως ανάξιο λόγου ή ως ακατάλληλο, σε Πλάτ., Ξεν.
}}
}}