Anonymous

ἀποδοκιμάζω: Difference between revisions

From LSJ
5
(T22)
(5)
Line 24: Line 24:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=([[see]] [[δοκιμάζω]]); 1st aorist ἀπεδοκίμασα; [[passive]], 1st aorist ἀπεδοκιμασθην; [[perfect]] participle ἀποδεδοκιμασμενος; to [[disapprove]], [[reject]], [[repudiate]]: מָאַס in Psalm 118>); [[Herodotus]] 6,130 [[down]].)  
|txtha=([[see]] [[δοκιμάζω]]); 1st aorist ἀπεδοκίμασα; [[passive]], 1st aorist ἀπεδοκιμασθην; [[perfect]] participle ἀποδεδοκιμασμενος; to [[disapprove]], [[reject]], [[repudiate]]: מָאַס in Psalm 118>); [[Herodotus]] 6,130 [[down]].)  
}}
{{grml
|mltxt=(AM [[ἀποδοκιμάζω]])<br />δεν [[εγκρίνω]] [[κάτι]], το [[απορρίπτω]] [[μετά]] από έλεγχο<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κατακρίνω]], [[ψέγω]]<br /><b>2.</b> [[εκφράζω]] έντονα την [[απαρέσκεια]] μου για [[κάτι]] («ο [[κόσμος]] αποδοκίμασε τον φονιά»)<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[δοκιμάζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>απο</i> - <span style="color: red;">+</span> [[δοκιμάζω]]<br />Το απλό ρ. [[δοκιμάζω]] (<span style="color: red;"><</span> [[δοκιμή]]) σημαίνει την [[αποδοχή]] [[κατόπιν]] δοκιμής. Η [[σημασία]] της αποδοχής αίρεται στη [[σύνδεση]] με το προρρηματικό <i>απο</i>- (σε [[αντίθεση]] [[προς]] [[σύνθετα]], όπως το <i>απο</i>-[[δέχομαι]], όπου η [[παρουσία]] του προρρηματικού δεν αίρει, [[αλλά]] επιτείνει τη σημ. του ρήματος: [[αποδέχομαι]] = [[δέχομαι]] πλήρως, απολύτως), που [[έτσι]] φτάνει στη [[σημασία]] του «[[απορρίπτω]]»].
}}
}}