διαμαχητέον: Difference between revisions
From LSJ
Ἀνάπαυσίς ἐστι τῶν κακῶν ἀπραξία → Mali est levamen esse sine negotio → Erleichterung vom Unglück bringt Untätigkeit
(big3_11) |
(3) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=v. [[διαμαχετέον]]. | |dgtxt=v. [[διαμαχετέον]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''διαμᾰχητέον:''' ή -ετέον, ρημ. επίθ., πρέπει να καταπολεμήσουμε, σε Πλάτ. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 22:08, 30 December 2018
Greek (Liddell-Scott)
διαμᾰχητέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ διαμάχεσθαι, Πλάτ. Σοφ. 241D (διάφ. γραφ. διαμαχετέον), ὁ αὐτ. Πολ. 380Β.
Spanish (DGE)
v. διαμαχετέον.
Greek Monotonic
διαμᾰχητέον: ή -ετέον, ρημ. επίθ., πρέπει να καταπολεμήσουμε, σε Πλάτ.