διαμαχητέον
From LSJ
ἀρετὰ γὰρ ἐπαινεομένα δένδρον ὣς ἀέξεται → for virtue that is praised grows like a tree, praised virtue will grow like a tree
Greek (Liddell-Scott)
διαμᾰχητέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ διαμάχεσθαι, Πλάτ. Σοφ. 241D (διάφ. γραφ. διαμαχετέον), ὁ αὐτ. Πολ. 380Β.
Spanish (DGE)
v. διαμαχετέον.
Greek Monotonic
διαμᾰχητέον: ή -ετέον, ρημ. επίθ., πρέπει να καταπολεμήσουμε, σε Πλάτ.