3,274,216
edits
(9) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές (AM [[διαρκής]], -ές)<br /><b>1.</b> [[αδιάκοπος]], [[συνεχής]], [[αδιάλειπτος]]<br /><b>2.</b> παρατεινόμενος για αρκετό χρόνο<br /><b>3.</b> [[σταθερός]], [[μόνιμος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[επαρκής]], [[αρκετός]]. | |mltxt=-ές (AM [[διαρκής]], -ές)<br /><b>1.</b> [[αδιάκοπος]], [[συνεχής]], [[αδιάλειπτος]]<br /><b>2.</b> παρατεινόμενος για αρκετό χρόνο<br /><b>3.</b> [[σταθερός]], [[μόνιμος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[επαρκής]], [[αρκετός]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''διαρκής:''' -ές,<br /><b class="num">1.</b> [[αρκετός]], [[επαρκής]], [[υπεραρκετός]], σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> [[συνεχής]], [[μόνιμος]], [[διαρκής]], [[αδιάκοπος]], [[επίμονος]], [[εξακολουθητικός]], σε Δημ.· επίρρ. -[[κῶς]], υπερθ. [[διαρκέστατα]], επαρκώς, αρκετά, ικανοποιητικά, σε Ξεν. | |||
}} | }} |