Anonymous

διαρκής: Difference between revisions

From LSJ
1b
(4)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διαρκής:''' -ές,<br /><b class="num">1.</b> [[αρκετός]], [[επαρκής]], [[υπεραρκετός]], σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> [[συνεχής]], [[μόνιμος]], [[διαρκής]], [[αδιάκοπος]], [[επίμονος]], [[εξακολουθητικός]], σε Δημ.· επίρρ. -[[κῶς]], υπερθ. [[διαρκέστατα]], επαρκώς, αρκετά, ικανοποιητικά, σε Ξεν.
|lsmtext='''διαρκής:''' -ές,<br /><b class="num">1.</b> [[αρκετός]], [[επαρκής]], [[υπεραρκετός]], σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> [[συνεχής]], [[μόνιμος]], [[διαρκής]], [[αδιάκοπος]], [[επίμονος]], [[εξακολουθητικός]], σε Δημ.· επίρρ. -[[κῶς]], υπερθ. [[διαρκέστατα]], επαρκώς, αρκετά, ικανοποιητικά, σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''διαρκής:''' <b class="num">1)</b> достаточный (χρήματα καὶ [[σῖτος]] Thuc.; [[ὠφέλεια]] Dem.; [[τροφή]] Arst.; δ. εἰς ἅπαντα Plut.): δ. πρὸς ἄμυναν Plut. могущий отразить (врагов);<br /><b class="num">2)</b> длительный, продолжительный (ὑετοί, [[ἔρως]] Plut.).
}}
}}