3,273,773
edits
(4) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''διαρκής:''' -ές,<br /><b class="num">1.</b> [[αρκετός]], [[επαρκής]], [[υπεραρκετός]], σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> [[συνεχής]], [[μόνιμος]], [[διαρκής]], [[αδιάκοπος]], [[επίμονος]], [[εξακολουθητικός]], σε Δημ.· επίρρ. -[[κῶς]], υπερθ. [[διαρκέστατα]], επαρκώς, αρκετά, ικανοποιητικά, σε Ξεν. | |lsmtext='''διαρκής:''' -ές,<br /><b class="num">1.</b> [[αρκετός]], [[επαρκής]], [[υπεραρκετός]], σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> [[συνεχής]], [[μόνιμος]], [[διαρκής]], [[αδιάκοπος]], [[επίμονος]], [[εξακολουθητικός]], σε Δημ.· επίρρ. -[[κῶς]], υπερθ. [[διαρκέστατα]], επαρκώς, αρκετά, ικανοποιητικά, σε Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''διαρκής:''' <b class="num">1)</b> достаточный (χρήματα καὶ [[σῖτος]] Thuc.; [[ὠφέλεια]] Dem.; [[τροφή]] Arst.; δ. εἰς ἅπαντα Plut.): δ. πρὸς ἄμυναν Plut. могущий отразить (врагов);<br /><b class="num">2)</b> длительный, продолжительный (ὑετοί, [[ἔρως]] Plut.). | |||
}} | }} |