Anonymous

διαρκής: Difference between revisions

From LSJ
4
(9)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές (AM [[διαρκής]], -ές)<br /><b>1.</b> [[αδιάκοπος]], [[συνεχής]], [[αδιάλειπτος]]<br /><b>2.</b> παρατεινόμενος για αρκετό χρόνο<br /><b>3.</b> [[σταθερός]], [[μόνιμος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[επαρκής]], [[αρκετός]].
|mltxt=-ές (AM [[διαρκής]], -ές)<br /><b>1.</b> [[αδιάκοπος]], [[συνεχής]], [[αδιάλειπτος]]<br /><b>2.</b> παρατεινόμενος για αρκετό χρόνο<br /><b>3.</b> [[σταθερός]], [[μόνιμος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[επαρκής]], [[αρκετός]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''διαρκής:''' -ές,<br /><b class="num">1.</b> [[αρκετός]], [[επαρκής]], [[υπεραρκετός]], σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> [[συνεχής]], [[μόνιμος]], [[διαρκής]], [[αδιάκοπος]], [[επίμονος]], [[εξακολουθητικός]], σε Δημ.· επίρρ. -[[κῶς]], υπερθ. [[διαρκέστατα]], επαρκώς, αρκετά, ικανοποιητικά, σε Ξεν.
}}
}}