3,274,216
edits
(9) |
(4) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (AM [[διάφορος]], -ον)<br /><b>1.</b> [[ανόμοιος]], [[αλλιώτικος]]<br /><b>2.</b> [[ποικίλος]], [[παντοειδής]] («διάφοροι λόγοι τον ανάγκασαν να παραιτηθεί»)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το [[διάφορο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> διφορούμενος, [[ασαφής]]<br /><b>2.</b> [[ασύμφωνος]], [[εχθρικός]] («τοῑς οἰκείοις [[διάφορος]] καὶ ὑπὸ τῶν ἄλλων μισούμενος», Πυσ.)<br /><b>3.</b> [[εξαίρετος]], [[υπέροχος]] («διαφόρους ὄντας τῇ γλυκύτητι», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>4.</b> [[πλεονεκτικός]], [[ωφέλιμος]] («τῷ δὲ διάφορόν τι ἐδόκει [[εἶναι]] τοῡτο τὸ [[χωρίον]] ἑτέρου μᾱλλον», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>5.</b> [[δυσάρεστος]], [[επιβλαβής]] («εὐλαβεῑσθαι γείτονα γείτονι μηδὲν ποιεῑ διάφορον», <b>Πλάτ.</b> <i>Νόμοι</i>). | |mltxt=-η, -ο (AM [[διάφορος]], -ον)<br /><b>1.</b> [[ανόμοιος]], [[αλλιώτικος]]<br /><b>2.</b> [[ποικίλος]], [[παντοειδής]] («διάφοροι λόγοι τον ανάγκασαν να παραιτηθεί»)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το [[διάφορο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> διφορούμενος, [[ασαφής]]<br /><b>2.</b> [[ασύμφωνος]], [[εχθρικός]] («τοῑς οἰκείοις [[διάφορος]] καὶ ὑπὸ τῶν ἄλλων μισούμενος», Πυσ.)<br /><b>3.</b> [[εξαίρετος]], [[υπέροχος]] («διαφόρους ὄντας τῇ γλυκύτητι», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>4.</b> [[πλεονεκτικός]], [[ωφέλιμος]] («τῷ δὲ διάφορόν τι ἐδόκει [[εἶναι]] τοῡτο τὸ [[χωρίον]] ἑτέρου μᾱλλον», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>5.</b> [[δυσάρεστος]], [[επιβλαβής]] («εὐλαβεῑσθαι γείτονα γείτονι μηδὲν ποιεῑ διάφορον», <b>Πλάτ.</b> <i>Νόμοι</i>). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''διάφορος:''' -ον ([[διαφέρω]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> [[διαφορετικός]], [[ανόμοιος]], [[αντίθετος]] με, σε Ηρόδ., Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> σε [[διάσταση]] ή [[διαφωνία]] με κάποιον [[άλλο]], με δοτ., σε Ευρ.· με εχθρική [[σημασία]], σε [[διαφωνία]] με, <i>τινι</i>, σε Ηρόδ., Πλάτ.· με γεν., <i>δ. τινος</i>, [[αντίπαλος]] κάποιου, σε Δημ.<br /><b class="num">3.</b> διακεκριμένος, αξιοπρόσεκτος, [[εξαίρετος]], σε Πλούτ.<br /><b class="num">4.</b> αυτός που σηματοδοτεί τη [[διαφορά]], [[σύμφορος]], [[κερδοφόρος]], σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> ως ουσ., <i>διάφορον</i>, <i>τό:</i><br /><b class="num">1.</b> [[διαφορά]], σε Ηρόδ., Ευρ., Δημ.<br /><b class="num">2.</b> αυτό που ενδιαφέρει κάποιον, ένα [[ζήτημα]] σημαντικό, σε Θουκ., Δημ.<br /><b class="num">3.</b> [[διαφορά]], [[διαφωνία]], στον ίδ.<br /><b class="num">4.</b> σε [[σχέση]] με οικονομικά ζητήματα, [[ισοζύγιο]] κάποιου, δαπάνες, [[υπόλοιπο]], στον ίδ.<br /><b class="num">III. 1.</b> επίρρ. <i>-ρως</i>, ποικιλοτρόπως, ανόμοια, σε Θουκ.· <i>δ. ἔχειν διαφέρει</i>, σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> εξαίσια, [[εξαίρετα]], σε Δημ. | |||
}} | }} |