Anonymous

διάφορος: Difference between revisions

From LSJ
1b
(4)
(1b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διάφορος:''' -ον ([[διαφέρω]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> [[διαφορετικός]], [[ανόμοιος]], [[αντίθετος]] με, σε Ηρόδ., Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> σε [[διάσταση]] ή [[διαφωνία]] με κάποιον [[άλλο]], με δοτ., σε Ευρ.· με εχθρική [[σημασία]], σε [[διαφωνία]] με, <i>τινι</i>, σε Ηρόδ., Πλάτ.· με γεν., <i>δ. τινος</i>, [[αντίπαλος]] κάποιου, σε Δημ.<br /><b class="num">3.</b> διακεκριμένος, αξιοπρόσεκτος, [[εξαίρετος]], σε Πλούτ.<br /><b class="num">4.</b> αυτός που σηματοδοτεί τη [[διαφορά]], [[σύμφορος]], [[κερδοφόρος]], σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> ως ουσ., <i>διάφορον</i>, <i>τό:</i><br /><b class="num">1.</b> [[διαφορά]], σε Ηρόδ., Ευρ., Δημ.<br /><b class="num">2.</b> αυτό που ενδιαφέρει κάποιον, ένα [[ζήτημα]] σημαντικό, σε Θουκ., Δημ.<br /><b class="num">3.</b> [[διαφορά]], [[διαφωνία]], στον ίδ.<br /><b class="num">4.</b> σε [[σχέση]] με οικονομικά ζητήματα, [[ισοζύγιο]] κάποιου, δαπάνες, [[υπόλοιπο]], στον ίδ.<br /><b class="num">III. 1.</b> επίρρ. <i>-ρως</i>, ποικιλοτρόπως, ανόμοια, σε Θουκ.· <i>δ. ἔχειν διαφέρει</i>, σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> εξαίσια, [[εξαίρετα]], σε Δημ.
|lsmtext='''διάφορος:''' -ον ([[διαφέρω]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> [[διαφορετικός]], [[ανόμοιος]], [[αντίθετος]] με, σε Ηρόδ., Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> σε [[διάσταση]] ή [[διαφωνία]] με κάποιον [[άλλο]], με δοτ., σε Ευρ.· με εχθρική [[σημασία]], σε [[διαφωνία]] με, <i>τινι</i>, σε Ηρόδ., Πλάτ.· με γεν., <i>δ. τινος</i>, [[αντίπαλος]] κάποιου, σε Δημ.<br /><b class="num">3.</b> διακεκριμένος, αξιοπρόσεκτος, [[εξαίρετος]], σε Πλούτ.<br /><b class="num">4.</b> αυτός που σηματοδοτεί τη [[διαφορά]], [[σύμφορος]], [[κερδοφόρος]], σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> ως ουσ., <i>διάφορον</i>, <i>τό:</i><br /><b class="num">1.</b> [[διαφορά]], σε Ηρόδ., Ευρ., Δημ.<br /><b class="num">2.</b> αυτό που ενδιαφέρει κάποιον, ένα [[ζήτημα]] σημαντικό, σε Θουκ., Δημ.<br /><b class="num">3.</b> [[διαφορά]], [[διαφωνία]], στον ίδ.<br /><b class="num">4.</b> σε [[σχέση]] με οικονομικά ζητήματα, [[ισοζύγιο]] κάποιου, δαπάνες, [[υπόλοιπο]], στον ίδ.<br /><b class="num">III. 1.</b> επίρρ. <i>-ρως</i>, ποικιλοτρόπως, ανόμοια, σε Θουκ.· <i>δ. ἔχειν διαφέρει</i>, σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> εξαίσια, [[εξαίρετα]], σε Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''διάφορος:''' <b class="num">1)</b> различный, отличный, несходный (τινος Plat. и τινι Eur.; διάφοροι ἀλλήλοις Arst.): δ. τινι и [[κατά]] τι Arst. различный в чем-л., отличающийся чем-л.; δ. πρὸς ἑαυτόν Plut. непостоянный, изменчивый;<br /><b class="num">2)</b> отличный, превосходный (χαλκώματα Arst.; [[παιδεία]] Plut.): δ. τινι Diod., Plut. и πρός τι Plut. замечательный чем-л.;<br /><b class="num">3)</b> важный, полезный (πρός τι Plat.): τῷ δὲ διάφορόν τι ἐδόκει εἶναι [[τοῦτο]] τὸ [[χωρίον]] ἑτέρου [[μᾶλλον]] Thuc. это место показалось ему как-то удобнее, чем какое-л. иное;<br /><b class="num">4)</b> враждующий, враждебный (τινι Her., Lys., Xen., Plat. и τινος Isae., Dem.).<br /><b class="num">II</b> ὁ противник, враг Eur., Plat.
}}
}}