διαχώννυμι: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück

Menander, Monostichoi, 417
(6_1)
(4)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''διαχώννυμι''': [[διαχόω]], Στράβ. 245.
|lstext='''διαχώννυμι''': [[διαχόω]], Στράβ. 245.
}}
{{grml
|mltxt=[[διαχώννυμι]] και διαχῶ (-όω) (Α)<br /><b>1.</b> [[γεμίζω]] με [[χώμα]], [[επισωρεύω]] [[χώμα]]<br /><b>2.</b> [[οχυρώνω]] με [[χώμα]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''διαχώννῡμι:''' = [[διαχόω]], σε Στράβ.
}}
}}

Latest revision as of 22:16, 30 December 2018

German (Pape)

[Seite 614] = διαχόω, Strabo.

Greek (Liddell-Scott)

διαχώννυμι: διαχόω, Στράβ. 245.

Greek Monolingual

διαχώννυμι και διαχῶ (-όω) (Α)
1. γεμίζω με χώμα, επισωρεύω χώμα
2. οχυρώνω με χώμα.

Greek Monotonic

διαχώννῡμι: = διαχόω, σε Στράβ.