ἔγεντο: Difference between revisions

From LSJ

Δοῦλος πεφυκὼς εὐνόει τῷ δεσπότῃ → Hero bene cupias servitutem serviens → Sei deinem Herrn, bist du auch Sklave, wohlgesinnt

Menander, Monostichoi, 116
(big3_13)
(4)
Line 7: Line 7:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=v. [[γίγνομαι]].
|dgtxt=v. [[γίγνομαι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἔγεντο:''' Επικ. αντί <i>ἐγένετο</i>, γʹ ενικ. αόρ. βʹ του [[γίγνομαι]].
}}
}}

Revision as of 22:24, 30 December 2018

Greek (Liddell-Scott)

ἔγεντο: ἴδε τὸ ῥῆγμα γίγνομαι.

French (Bailly abrégé)

3ᵉ sg. sync. ao.2 de γίγνομαι.

Spanish (DGE)

v. γίγνομαι.

Greek Monotonic

ἔγεντο: Επικ. αντί ἐγένετο, γʹ ενικ. αόρ. βʹ του γίγνομαι.