ἐγχειρίζω: Difference between revisions

4
(10)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[ἐγχειρίζω]])<br />[[δίνω]] στο [[χέρι]], [[εμπιστεύομαι]], [[αναθέτω]], [[παραδίνω]] («ἐνεχείρισε τὸ [[βρέφος]]»)<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[εγχειρώ]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[αποδέχομαι]] [[κάτι]] που μού προσφέρεται<br /><b>αρχ.</b><br />παραδίνομαι.
|mltxt=(AM [[ἐγχειρίζω]])<br />[[δίνω]] στο [[χέρι]], [[εμπιστεύομαι]], [[αναθέτω]], [[παραδίνω]] («ἐνεχείρισε τὸ [[βρέφος]]»)<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[εγχειρώ]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[αποδέχομαι]] [[κάτι]] που μού προσφέρεται<br /><b>αρχ.</b><br />παραδίνομαι.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐγχειρίζω:''' μελ. Αττ. <i>-ῐῶ</i>, παρακ. <i>-κεχείρικα</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[τοποθετώ]] στα χέρια κάποιου, [[εμπιστεύομαι]], <i>τι</i> ή <i>τινά τινι</i>, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ. — Παθ., <i>ἐγχειρίζεσθαί τι</i>, να εμπιστεύεται [[κάποιος]] ένα [[πράγμα]] σε κάποιον [[άλλο]], σε Λουκ.<br /><b class="num">II.</b> Μέσ., [[αναλαμβάνω]], [[αντιμετωπίζω]] (δυσκολίες), <i>κινδύνους</i>, σε Θουκ.
}}
}}