ἐπίληπτος: Difference between revisions

4
(13)
(4)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπίληπτος]] και ιων. τ. [[ἐπίλαμπτος]], -ον (Α) [[επιλαμβάνω]]<br /><b>1.</b> αυτός που συνελήφθη επ’ αυτοφώρω («καὶ πῶς [[ἐπίληπτος]] ᾑρέθη», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> αξιοκατάκριτος, [[επιλήψιμος]]<br /><b>3.</b> [[ανίκανος]], [[ανίσχυρος]]<br /><b>4.</b> αυτός που πάσχει από [[επιληψία]].
|mltxt=[[ἐπίληπτος]] και ιων. τ. [[ἐπίλαμπτος]], -ον (Α) [[επιλαμβάνω]]<br /><b>1.</b> αυτός που συνελήφθη επ’ αυτοφώρω («καὶ πῶς [[ἐπίληπτος]] ᾑρέθη», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> αξιοκατάκριτος, [[επιλήψιμος]]<br /><b>3.</b> [[ανίκανος]], [[ανίσχυρος]]<br /><b>4.</b> αυτός που πάσχει από [[επιληψία]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐπίληπτος:''' Ιων. [[ἐπίλαμπτος]], -ον ([[ἐπιλαμβάνω]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που συλλαμβάνεται ή ανακαλύπτεται επ' αυτοφώρω, σε Σοφ.· με μτχ., <i>ἐπίλαμπος ἀφάσσουσα</i>, αυτή που συλλαμβάνεται την ώρα που ψηλαφεί, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που υποφέρει, πάσχει από [[κάτι]], σε Δημ.
}}
}}