3,274,216
edits
(13) |
(4) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐπίληπτος]] και ιων. τ. [[ἐπίλαμπτος]], -ον (Α) [[επιλαμβάνω]]<br /><b>1.</b> αυτός που συνελήφθη επ’ αυτοφώρω («καὶ πῶς [[ἐπίληπτος]] ᾑρέθη», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> αξιοκατάκριτος, [[επιλήψιμος]]<br /><b>3.</b> [[ανίκανος]], [[ανίσχυρος]]<br /><b>4.</b> αυτός που πάσχει από [[επιληψία]]. | |mltxt=[[ἐπίληπτος]] και ιων. τ. [[ἐπίλαμπτος]], -ον (Α) [[επιλαμβάνω]]<br /><b>1.</b> αυτός που συνελήφθη επ’ αυτοφώρω («καὶ πῶς [[ἐπίληπτος]] ᾑρέθη», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> αξιοκατάκριτος, [[επιλήψιμος]]<br /><b>3.</b> [[ανίκανος]], [[ανίσχυρος]]<br /><b>4.</b> αυτός που πάσχει από [[επιληψία]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐπίληπτος:''' Ιων. [[ἐπίλαμπτος]], -ον ([[ἐπιλαμβάνω]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που συλλαμβάνεται ή ανακαλύπτεται επ' αυτοφώρω, σε Σοφ.· με μτχ., <i>ἐπίλαμπος ἀφάσσουσα</i>, αυτή που συλλαμβάνεται την ώρα που ψηλαφεί, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που υποφέρει, πάσχει από [[κάτι]], σε Δημ. | |||
}} | }} |