καινοποιέω: Difference between revisions

5
(Bailly1_3)
(5)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />faire du nouveau, innover ; <i>Pass.</i> [[τί]] καινοποιηθὲν λέγεις ; SOPH que s’est-il passé de nouveau ? que veux-tu dire ?<br />'''Étymologie:''' [[καινός]], [[ποιέω]].
|btext=-ῶ :<br />faire du nouveau, innover ; <i>Pass.</i> [[τί]] καινοποιηθὲν λέγεις ; SOPH que s’est-il passé de nouveau ? que veux-tu dire ?<br />'''Étymologie:''' [[καινός]], [[ποιέω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''καινοποιέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, κάνω καινούριο, [[εισάγω]] καινούρια πράγματα, [[φέρνω]] αλλαγές, [[νεωτερίζω]], [[καινοτομώ]], σε Λουκ. — Παθ., <i>τί καινοποιηθὲν λέγεις;</i> τί καινούριες, παράδοξες λέξεις μεταχειρίζεσαι; σε Σοφ.
}}
}}