κατερεύγω: Difference between revisions
From LSJ
Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau
(Bailly1_3) |
(5) |
||
Line 7: | Line 7: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=vomir sur.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ἐρεύγομαι]]. | |btext=vomir sur.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ἐρεύγομαι]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κατερεύγω:''' αόρ. βʹ <i>-ήρῠγον</i>, [[ρεύομαι]] [[μπροστά]] σε κάποιον, <i>τινός</i>, σε Αριστοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:44, 30 December 2018
German (Pape)
[Seite 1397] anspeien, entgegenrülpsen, ὡς θερμὸν ἡ μιαρά τί μου κατήρυγεν Ar. Vesp. 1151.
Greek (Liddell-Scott)
κατερεύγω: ἀόρ. -ἡρῠγον, ἐρεύγομαι ἐνώπιον ἢ ἐπί τινος, ὡς θερμὸν ἡ μιαρά τί μου κατήρυγεν, ὁ Σχολ. «κατέπνευσεν ὡς ἐπὶ τῶν κατὰ τροφὴν ἐρευγομένων», Ἀριστοφ. Σφ. 1151.
French (Bailly abrégé)
vomir sur.
Étymologie: κατά, ἐρεύγομαι.
Greek Monotonic
κατερεύγω: αόρ. βʹ -ήρῠγον, ρεύομαι μπροστά σε κάποιον, τινός, σε Αριστοφ.