κατατραυματίζω: Difference between revisions

5
(19)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=(Α [[κατατραυματίζω]] και ιων. τ. [[κατατρωματίζω]])<br />(επιτ. τ. του [[τραυματίζω]]) [[προξενώ]] σε κάποιον [[πολλά]] ή [[φοβερά]] τραύματα, [[γεμίζω]] πληγές, [[καταπληγώνω]] κάποιον<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (σχετικά με πολεμικά πλοία) [[προκαλώ]] καίριες βλάβες, [[κατατρυπώ]], επομ. [[θέτω]] [[εκτός]] μάχης<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>κατατραυματίζομαι</i><br />[[υφίσταμαι]] [[φθορά]], [[εξασθένηση]].
|mltxt=(Α [[κατατραυματίζω]] και ιων. τ. [[κατατρωματίζω]])<br />(επιτ. τ. του [[τραυματίζω]]) [[προξενώ]] σε κάποιον [[πολλά]] ή [[φοβερά]] τραύματα, [[γεμίζω]] πληγές, [[καταπληγώνω]] κάποιον<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (σχετικά με πολεμικά πλοία) [[προκαλώ]] καίριες βλάβες, [[κατατρυπώ]], επομ. [[θέτω]] [[εκτός]] μάχης<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>κατατραυματίζομαι</i><br />[[υφίσταμαι]] [[φθορά]], [[εξασθένηση]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κατατραυματίζω:''' Ιων. -[[τρωματίζω]], μέλ. Αττ. <i>-ιῶ</i>, [[καλύπτω]] με τραύματα, σε Ηρόδ., Θουκ.· λέγεται για πλοία, [[κατατρυπώ]], [[αχρηστεύω]] ολοκληρωτικά, σε Θουκ.
}}
}}