Anonymous

κατατραυματίζω: Difference between revisions

From LSJ
19
(Bailly1_3)
(19)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=couvrir de blessures <i>ou</i> d’avaries.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[τραυματίζω]].
|btext=couvrir de blessures <i>ou</i> d’avaries.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[τραυματίζω]].
}}
{{grml
|mltxt=(Α [[κατατραυματίζω]] και ιων. τ. [[κατατρωματίζω]])<br />(επιτ. τ. του [[τραυματίζω]]) [[προξενώ]] σε κάποιον [[πολλά]] ή [[φοβερά]] τραύματα, [[γεμίζω]] πληγές, [[καταπληγώνω]] κάποιον<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (σχετικά με πολεμικά πλοία) [[προκαλώ]] καίριες βλάβες, [[κατατρυπώ]], επομ. [[θέτω]] [[εκτός]] μάχης<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>κατατραυματίζομαι</i><br />[[υφίσταμαι]] [[φθορά]], [[εξασθένηση]].
}}
}}