οἰνοβαρέω: Difference between revisions

From LSJ

πολλοὶ γάρ εἰσιν κλητοὶ ὀλίγοι δὲ ἐκλεκτοί → many are called, but few are chosen

Source
(Bailly1_4)
 
(5)
Line 1: Line 1:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />être alourdi par le vin.<br />'''Étymologie:''' [[οἰνοβαρής]].
|btext=-ῶ :<br />être alourdi par le vin.<br />'''Étymologie:''' [[οἰνοβαρής]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''οἰνοβᾰρέω:''' με βαραίνει το [[κρασί]] που ήπια, είμαι μεθυσμένος, σε Θέογν.
}}
}}

Revision as of 00:36, 31 December 2018

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
être alourdi par le vin.
Étymologie: οἰνοβαρής.

Greek Monotonic

οἰνοβᾰρέω: με βαραίνει το κρασί που ήπια, είμαι μεθυσμένος, σε Θέογν.