Παρθενοπαῖος: Difference between revisions

From LSJ

Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt

Menander, Monostichoi, 366
(Bailly1_4)
(5)
Line 4: Line 4:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />Parthénopée, <i>fils d’Atalante</i>.
|btext=ου (ὁ) :<br />Parthénopée, <i>fils d’Atalante</i>.
}}
{{lsm
|lsmtext='''Παρθενοπαῖος:''' ὁ ([[παρθένος]]), ο Παρθενικός, [[ήρωας]] ή [[γιος]] της Παρθένου (Αταλάντης), [[ένας]] από τους Επτά επί Θήβας (προφέρεται <i>Παρθεννοπαῖος</i> σε Αισχύλ.).
}}
}}

Revision as of 01:00, 31 December 2018

Greek (Liddell-Scott)

Παρθενοπαῖος: ὁ, ὁ Παρθενικὸς ἥρως, ἢ ὁ υἱὸς τῆς Παρθένου (Ἀταλάντης), εἷς τῶν ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας˙ ἐν Αἰσχύλ. Θήβ. 347 τὸ Παρθενοπαῖος ἔχει τὴν συλλαβὴν θε μακρὰν ὡς εἰ ἦν Παρθενοπαῖος, πρβλ. Εὐριπ. Ἱκέτ. 889˙ ἴδε ἀλφεσίβοιος, Ἱππομέδων].

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
Parthénopée, fils d’Atalante.

Greek Monotonic

Παρθενοπαῖος: ὁ (παρθένος), ο Παρθενικός, ήρωας ή γιος της Παρθένου (Αταλάντης), ένας από τους Επτά επί Θήβας (προφέρεται Παρθεννοπαῖος σε Αισχύλ.).