στειπτός: Difference between revisions

From LSJ

ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶνforgive us our trespasses

Source
(38)
(6)
Line 10: Line 10:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α<br /><b>βλ.</b> [[στιπτός]].
|mltxt=-ή, -όν, Α<br /><b>βλ.</b> [[στιπτός]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''στειπτός:''' -ή, -όν, βλ. [[στιπτός]].
}}
}}

Revision as of 01:44, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 933] = στιπτός, φυλλάς, Soph. Phil. 33.

Greek (Liddell-Scott)

στειπτός: -ή, -όν, ἴδε στιπτός.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
foulé.
Étymologie: στείβω.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α
βλ. στιπτός.

Greek Monotonic

στειπτός: -ή, -όν, βλ. στιπτός.