3,273,773
edits
(38) |
(6) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> η [[πράξη]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[σπείρω]], η [[σπορά]], το [[σπάρσιμο]] (α. «άρχισε [[νωρίς]] [[νωρίς]] ο [[σπόρος]]» β. «καὶ γὰρ νεατὸς καὶ [[σπόρος]] καὶ [[φυτεία]]... ὑπαίθρια... ἔργα ἐστίν», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> [[καθετί]] που σπέρνεται στη γη για να βλαστήσει, το [[σπέρμα]] οποιουδήποτε καρπού (α. «οι σπόροι του καρπουζιού» β. «ἐξῆλθεν ὁ σπείρων τοῡ σπεῑραι τὸν σπόρον αὐτοῡ», ΚΔ)<br /><b>3.</b> το [[σπέρμα]], το γονιμοποιό [[έκκριμα]] τών γεννητικών οργάνων του άνδρα και τών αρσενικών ζώων<br /><b>4.</b> [[παιδί]], [[τέκνο]], [[απόγονος]] (α. «δεν θά 'μαι του [[πατέρα]] μου [[σπόρος]] αν τή γλυτώσεις» β. «τῆς κηρύλου δαμαρτος ἀπτῆνα σπόρον», <b>Λυκόφρ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[αρχή]], αρχική [[αιτία]] («έσπειραν τον σπόρο της επανάστασης»)<br /><b>2.</b> μικρόσωμο και ζωηρό [[παιδί]] («πάψε σπόρε, μη μιλάς!»)<br /><b>3.</b> [[καρπός]] στον οποίο το [[σπέρμα]] συμφύεται με το [[περικάρπιο]] και δεν αποχωρίζεται από αυτό<br /><b>4.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) φυτικό όργανο ή [[τμήμα]] φυτικού οργάνου το οποίο αν φυτευθεί μπορεί να δώσει ένα νέο [[φυτό]], όπως [[είναι]] ο πατατόσπορος<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «[[σπόρος]] βελτιωτή» — ο [[σπόρος]] που παράγεται [[κατά]] τη [[σποροπαραγωγή]] σε περιορισμένη [[ποσότητα]], στην [[περίπτωση]] που πρόκειται να διατεθεί μια νέα βελτιωμένη [[ποικιλία]]<br />β) «το αμιγές του σπόρου» — η [[κατάσταση]] στην οποία βρίσκεται ο [[σπόρος]] όταν δεν περιέχει σπόρους άλλων [[φυτών]]<br />γ) «[[παλαίωση]] σπόρου»<br /><b>(φυτοπαθ.)</b> [[ικανότητα]] του σπόρου να διατηρείται για [[μερικά]] [[χρόνια]] [[κατά]] τη [[διάρκεια]] τών οποίων ο [[παθογόνος]] [[παράγοντας]] που βρίσκεται [[μέσα]] του νεκρώνεται ή αδρανοποιείται και ο [[σπόρος]] απαλλάσσεται από αυτόν ενώ εξακολουθεί να διατηρεί τη βλαστική του [[ικανότητα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εποχή]] κατάλληλη για [[σπορά]]<br /><b>2.</b> [[σοδειά]], [[συγκομιδή]] («οὐ φορβὰν ἱερᾱς γᾱς σπόρον», <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] [[σπορ]]- του [[σπείρω]]]. | |mltxt=ο, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> η [[πράξη]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[σπείρω]], η [[σπορά]], το [[σπάρσιμο]] (α. «άρχισε [[νωρίς]] [[νωρίς]] ο [[σπόρος]]» β. «καὶ γὰρ νεατὸς καὶ [[σπόρος]] καὶ [[φυτεία]]... ὑπαίθρια... ἔργα ἐστίν», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> [[καθετί]] που σπέρνεται στη γη για να βλαστήσει, το [[σπέρμα]] οποιουδήποτε καρπού (α. «οι σπόροι του καρπουζιού» β. «ἐξῆλθεν ὁ σπείρων τοῡ σπεῑραι τὸν σπόρον αὐτοῡ», ΚΔ)<br /><b>3.</b> το [[σπέρμα]], το γονιμοποιό [[έκκριμα]] τών γεννητικών οργάνων του άνδρα και τών αρσενικών ζώων<br /><b>4.</b> [[παιδί]], [[τέκνο]], [[απόγονος]] (α. «δεν θά 'μαι του [[πατέρα]] μου [[σπόρος]] αν τή γλυτώσεις» β. «τῆς κηρύλου δαμαρτος ἀπτῆνα σπόρον», <b>Λυκόφρ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[αρχή]], αρχική [[αιτία]] («έσπειραν τον σπόρο της επανάστασης»)<br /><b>2.</b> μικρόσωμο και ζωηρό [[παιδί]] («πάψε σπόρε, μη μιλάς!»)<br /><b>3.</b> [[καρπός]] στον οποίο το [[σπέρμα]] συμφύεται με το [[περικάρπιο]] και δεν αποχωρίζεται από αυτό<br /><b>4.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) φυτικό όργανο ή [[τμήμα]] φυτικού οργάνου το οποίο αν φυτευθεί μπορεί να δώσει ένα νέο [[φυτό]], όπως [[είναι]] ο πατατόσπορος<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «[[σπόρος]] βελτιωτή» — ο [[σπόρος]] που παράγεται [[κατά]] τη [[σποροπαραγωγή]] σε περιορισμένη [[ποσότητα]], στην [[περίπτωση]] που πρόκειται να διατεθεί μια νέα βελτιωμένη [[ποικιλία]]<br />β) «το αμιγές του σπόρου» — η [[κατάσταση]] στην οποία βρίσκεται ο [[σπόρος]] όταν δεν περιέχει σπόρους άλλων [[φυτών]]<br />γ) «[[παλαίωση]] σπόρου»<br /><b>(φυτοπαθ.)</b> [[ικανότητα]] του σπόρου να διατηρείται για [[μερικά]] [[χρόνια]] [[κατά]] τη [[διάρκεια]] τών οποίων ο [[παθογόνος]] [[παράγοντας]] που βρίσκεται [[μέσα]] του νεκρώνεται ή αδρανοποιείται και ο [[σπόρος]] απαλλάσσεται από αυτόν ενώ εξακολουθεί να διατηρεί τη βλαστική του [[ικανότητα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εποχή]] κατάλληλη για [[σπορά]]<br /><b>2.</b> [[σοδειά]], [[συγκομιδή]] («οὐ φορβὰν ἱερᾱς γᾱς σπόρον», <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] [[σπορ]]- του [[σπείρω]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''σπόρος:''' ὁ ([[σπείρω]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> [[πράξη]], [[ενέργεια]] της [[σποράς]], [[σπορά]], σε Ηρόδ., Ξεν. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[εποχή]] [[σποράς]], σε Ξεν., Θεόκρ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[σπόρος]], σε Θεόκρ.<br /><b class="num">2.</b> [[παραγωγή]], [[γέννημα]], καρποί, [[συγκομιδή]], [[σοδειά]], σε Ηρόδ., Σοφ. | |||
}} | }} |