Anonymous

σπόρος: Difference between revisions

From LSJ
nl
(6)
(nl)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σπόρος:''' ὁ ([[σπείρω]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> [[πράξη]], [[ενέργεια]] της [[σποράς]], [[σπορά]], σε Ηρόδ., Ξεν. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[εποχή]] [[σποράς]], σε Ξεν., Θεόκρ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[σπόρος]], σε Θεόκρ.<br /><b class="num">2.</b> [[παραγωγή]], [[γέννημα]], καρποί, [[συγκομιδή]], [[σοδειά]], σε Ηρόδ., Σοφ.
|lsmtext='''σπόρος:''' ὁ ([[σπείρω]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> [[πράξη]], [[ενέργεια]] της [[σποράς]], [[σπορά]], σε Ηρόδ., Ξεν. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[εποχή]] [[σποράς]], σε Ξεν., Θεόκρ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[σπόρος]], σε Θεόκρ.<br /><b class="num">2.</b> [[παραγωγή]], [[γέννημα]], καρποί, [[συγκομιδή]], [[σοδειά]], σε Ηρόδ., Σοφ.
}}
{{elnl
|elnltext=σπόρος -ου, ὁ [~ σπείρω] Dor. gen. –ω het zaaien; zaad; gezaaid gewas; uitbr. zaaiseizoen. Theocr. Id. 10.14.
}}
}}