τεκνόω: Difference between revisions

6
(SL_2)
(6)
Line 21: Line 21:
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[τεκνόω]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[beget]] [[pass]]. κεῖνοι γὰρ ἡρώων διφρηλάται Λακεδαίμονι καὶ Θήβαις ἐτέκνωθεν κράτιστοι (I. 1.17)
|sltr=[[τεκνόω]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[beget]] [[pass]]. κεῖνοι γὰρ ἡρώων διφρηλάται Λακεδαίμονι καὶ Θήβαις ἐτέκνωθεν κράτιστοι (I. 1.17)
}}
{{lsm
|lsmtext='''τεκνόω:''' μέλ. <i>τεκνώσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[παρέχω]] [[παιδιά]], [[εφοδιάζω]] κάποιον με [[παιδιά]], σε Ευρ. — Παθ., [[γίνομαι]] [[πατέρας]] παιδιών, δηλ. [[αποκτώ]] [[παιδιά]], στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για τον άντρα, [[σπέρνω]] [[παιδιά]], στον ίδ. — Μέσ., λέγεται για τη [[γυναίκα]], [[γεννώ]] [[παιδιά]]· μεταφ., [[ὄλβος]] τεκνοῦται, έχει απογόνους, σε Αισχύλ.· <i>χθὼν ἐτεκνώσατο φάσματα</i>, σε Ευρ. — Παθ., γεννιέμαι, σε Τραγ.· <i>γάμον τεκνοῦντα καὶ τεκνούμενον</i>, δηλ. [[γάμος]] στον οποίο ο άντρας και [[γιος]] είναι το ίδιο [[πρόσωπο]], σε Σοφ.
}}
}}