τεκνόω
Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch
English (LSJ)
A furnish with children or stock with children, τ. πόλιν παισί E.HF7:—Pass., τεκνοῦμαι, τεκνόομαι = to be furnished with children, i.e. to have children, ἐξ οὗ 'τεκνώθη Λάϊος Id.Ph.868; ἀπελευθέρας ἀστοῦ τετεκνωμένης ἐξ Αἰγυπτίου PGnom.134 (ii A.D.).
II engender, procreate children; in Act., commonly of the man, beget children, Hes.Fr.138, E.Ph.19, Hel.1146 (lyr.); νύμφης from a bride, Id.Med.805, cf. Stud.Ital.2.382 (Itanus): metaph., Ὀρφεὺς χέλυν ἐτέκνωσε Tim.Pers.235 (for τεκνοῦσα in S.Tr.308, v. τεκνοῦς):—Med., of the female, bear children, ἀρχὴ ταῖς γυναιξὶ τοῦ τεκνοῦσθαι καὶ τοῖς ἄρρεσι τοῦ τεκνοῦν Arist.HA585a34: metaph., ὄλβος τεκνοῦται it has offspring, A.Ag.754; μυρίας ὁ μυρίος χρόνος τεκνοῦται νύκτας ἡμέρας τε S.OC618; χθὼν ἐτεκνώσατο φάσματ' ὀνείρων E.IT1262 (lyr.):—but Med. is used of the man in Id.Med.574, BCH1.599 (Delph., iv B.C.), Orph.H.29.7; of both parents, E.Supp.1087; and Act. of both parents, Arist.GA715b10, al.; τεκνώσασα μετ' αὐτοῦ CIG4179 (Pontus); ἡ τεκνώσασα Sor.1.87:—Pass., to be born, Pi.I.1.17: metaph., μὴ καὶ τεκνωθῇ δυσφορώτερος γόος A.Th.657; νόμοι.. δι' αἰθέρα τεκνωθέντες S.OT867 (lyr.); γάμον τεκνοῦντα καὶ τεκνούμενον, i.e. a marriage where husband and son are one, ib.1215 (lyr.); αὐτὴ δὲ τεκοῦσ' ὑπὸ τῆσδε τεκνοῦται Theodect.4.2 (hex.).
III in Pass. also, to be adopted, D.S.4.67.
German (Pape)
[Seite 1083] 1) mit Kindern versehen, πόλιν παισίν, Eur. Herc. Fur. 7; pass. mit Kindern versehen werden, Kinder bekommen, Pors. Eur. Phoen. 882; ὡς ἐκ Ποσειδῶνος τεκνωθείη, Plut. Thes. 3. – 2) Kinder hervorbringen, zeugen, gebären; Hes. frg. 43, 6; ἐτέκνωθεν κράτιστοι, Pind. I. 1, 17; vom Manne gew. im act., πτανός σε ἐτέκνωσε πατήρ, Eur. Hel. 1160; von der Frau im med.; Eur. Med. 574 braucht auch das med. vom Manne; vgl. Plut. Agis 11; Soph. sagt vom Oedipus γάμον τεκνοῦντα καὶ τεκνούμενον, O. R. 1215; auch πάτρα με τεκνοῖ; Jac. A. P. p. 237; übertr., μὴ καὶ τεκνωθῇ δυσφορώτερος γόος, Aesch. Spt. 639; vgl. auch Ag. 754 γέρων λόγος τέτυκται, μέγαν τελεσθέντα φωτὸς ὄλβον τεκνοῦσθαι; Souk. νόμοι οὐρανίαν δι' αἰθέρα τεκνωθέντες, O. R. 867; μυρίας ὁ μυρίος χρόνος τεκνοῦται νύκτας ἡμέρας τε, O. C. 624; – τεκνοῦσα ist Souk. Trach. 308 s. L, für τεκνοῦσσα, s. τεκνοῦς. – 3) an Kindesstatt annehmen, adoptiren, D. Sic. 4, 67 u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
τεκνῶ :
f. τεκνώσω, ao. ἐτέκνωσα;
Pass. ao. ἐτεκνώθην;
engendrer, procréer ; γάμον τεκνοῦντα καὶ τεκνούμενον SOPH mariage où le père est en même temps le fils ; fig. au Pass. être enfanté, être produit;
Moy. τεκνόομαι, τεκνοῦμαι m. sign.
Étymologie: τέκνον.
Russian (Dvoretsky)
τεκνόω:
1 тж. med. производить на свет, порождать: τ. τινά τινος Eur. прижить кого-л. с кем-л.; τεκνοῦσθαι καὶ τεκνοῦν Arst. рожать (о женщине) и порождать (о мужчине); ἔκ и ὑπό τινος τεκνωθῆναι Plut. быть рожденным кем-л.;
2 перен. производить, порождать, создавать (φάσματ᾽ ὀνείρων Eur.): νόμοι οὐρανίαν δι᾽ αἰθέρα τεκνωθέντες Soph. рожденные в небесах законы;
3 (о потомстве), давать, наделять, (πόλιν παισίν Eur.);
4 усыновлять (Βοιωτὸς τεκνοθεὶς ὑπ᾽ Αἰόλου Diod.).
Greek (Liddell-Scott)
τεκνόω: μέλλ. -ώσω, παρέχω τέκνα, ἐφοδιάζω τινὰ μὲ τέκνα, τ. τὴν πόλιν παισὶ Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 7. ― Παθ., γίνομαι τέκνου πατήρ, κτῶμαι τέκνον, ἐξ οὗ ᾿τεκνώθη Λάϊος ὁ αὐτ. ἐν Φοιν. 868 (ἴδε Πόρσ. 882). ΙΙ. γεννῶ, παράγω τέκνα, τεκνοποιῶ, συνήθως ἐπὶ τοῦ ἀνδρός, σπείρω ἢ ἀποκτῶ τέκνα, Ἡσ. Ἀποσπ. 43. 6, Εὐρ. Φοίν. 19, Ἑλ. 1146· νύμφης, ἐκ νύμφης, ὁ αὐτ. ἐν Μηδ. 805· (τὸ θηλ. τεκνοῦσα ὅπερ εὕρηται ἐν Ἀντιγράφοις τοῦ Σοφ. ἐν Ἀποσπ. 308, εἶναι ἁμάρτημα, ἀντὶ τεκνοῦσσα). ― Μέσ., ἐπὶ τοῦ θήλεος, τίκτω τέκνα, ἀρχὴ ταῖς γυναιξὶ τοῦ τεκνοῦσθαι καὶ τοῖς ἄρρεσι τοῦ τεκνοῦν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 5, 2· μεταφορ., ὄλβος τεκνοῦται, ἔχει τέκνα, Αἰσχύλ. Ἀγ. 754· μυρίας ὁ μύριος χρόνος τεκνοῦται νύκτας ἡμέρας τε Σοφ. Ο. Κ. 618· χθὼν ἐτεκνώσατο φάσματ’ ὀνείρων Εὐρ. Ι. Τ. 1262, πρβλ. Ἱκέτ. 1087. - ἀλλὰ τὸ μέσον εἶναι ἐν χρήσει ἐπὶ τοῦ ἀνδρός, παρὰ τῷ αὐτῷ ἐν Μηδ. 574, Ὀρφ. Ὕμν. 29. 7· ἐπὶ ἀμφοτέρων τῶν γονέων, Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 10. 4, 5· καὶ τὸ ἐνεργ. ἐπὶ ἀμφοτέρων τῶν γονέων, ὁ αὐτ. π. Ζ. Γεν. 1. 18, 30., 4. 3, 1· ἐπὶ τῆς γυναικός, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 18, 10· τεκνώσασα μετ’ αὐτοῦ Συλλ. Ἐπιγρ. 4179. - Παθητ., τίκτομαι, γεννῶμαι, Πινδ. Ι. 1. 25, Εὐρ. Φοίν. 863· μεταφορ., μὴ καὶ τεκνωθῇ δυσφορώτερος γόος Αἰσχύλ. Θήβ. 657· νόμοι... δι’ αἰθέρα τεκνωθέντες Σοφ. Ο. Τ. 867· ὁ αὐτὸς ἐν τῷ αὐτῷ δράματι 1215, ἔχει τὴν τολμηρὰν ἔκφρασιν, γάμον τεκνοῦντα καὶ τεκνούμενον, δηλ. γάμον, καθ’ ὅν ἀνὴρ καὶ υἱὸς εἶναι τὸ αὐτὸ πρόσωπον· αὐτὴ δὲ τεκοῦσ’ ὑπὸ τῆσδε τεκνοῦται Θεοδέκτ. παρ’ Ἀθην. 452Α. ΙΙΙ. ἐν τῷ παθ. ὡσαύτως, υἱοθετοῦμαι, Διόδ. 4. 67.
English (Slater)
τεκνόω beget pass. κεῖνοι γὰρ ἡρώων διφρηλάται Λακεδαίμονι καὶ Θήβαις ἐτέκνωθεν κράτιστοι (I. 1.17)
Greek Monotonic
τεκνόω: μέλ. τεκνώσω,
I. παρέχω παιδιά, εφοδιάζω κάποιον με παιδιά, σε Ευρ. — Παθ., γίνομαι πατέρας παιδιών, δηλ. αποκτώ παιδιά, στον ίδ.
II. λέγεται για τον άντρα, σπέρνω παιδιά, στον ίδ. — Μέσ., λέγεται για τη γυναίκα, γεννώ παιδιά· μεταφ., ὄλβος τεκνοῦται, έχει απογόνους, σε Αισχύλ.· χθὼν ἐτεκνώσατο φάσματα, σε Ευρ. — Παθ., γεννιέμαι, σε Τραγ.· γάμον τεκνοῦντα καὶ τεκνούμενον, δηλ. γάμος στον οποίο ο άντρας και γιος είναι το ίδιο πρόσωπο, σε Σοφ.
Greek Monolingual
τεκνόω, ΜΑ τέκνον
μσν.
(το μέσ.) τεκνοῦμαι
αναδέχομαι από την κολυμβήθρα, γίνομαι ανάδοχος, καθιστώ κάποιον πνευματικό μου τέκνο, βαφτίζω
αρχ.
1. δίνω, παρέχω παιδιά («πόλιν τεκνοῦσι παίδων παισίν», Ευρ.)
2. (το ενεργ. συν. για άνδρα και σπάν. για γυναίκα και το μέσ. συν. για γυναίκα και σπάν. για άνδρα) τεκνοποιώ, κάνω παιδιά, γεννώ παιδιά (α. «ἐν κόλποις σε Πήδας ἐτέκνωσε πατήρ», Ευρ.
β. «ἀρχὴ ταῖς γυναιξὶ τοῦ τεκνοῦσθαι καὶ τοῖς ἄρρεσι τοῦ τεκνοῦν», Αριστοτ.
γ. «ἥν Ζεῡς... τεκνώσατο κούρην», Ορφ. Ύμν.
δ. «τεκνώσασα μετ' αὐτοῦ», επιγρ.)
3. μτφ. κάνω, παράγω, δημιουργώ (α. «μέγαν τελεσθέντα φωτὸς ὄλβον τεκνοῦσθαι», Αισχύλ.
β. «μυρίας ὁ μυρίος χρόνος τεκνοῦται νύκτας ἡμέρας τε», Σοφ.
γ. «χθών ἐτεκνώσατο φάσματ' ὀνείρων», Τιμόθ.)
4. (το μέσ. και παθ.) τεκνοῦμαι, τεκνόομαι
α) γίνομαι μητέρα ή πατέρας, γίνομαι γονιός (α. «ἐξ οὗ 'τεκνώθη, Λάϊος», Ευρ.
β. «ὡς ἐκ Ποσειδῶνος τεκνωθείη», Πλούτ.)
β) γεννιέμαι (α. «τὸν ἄγαμον γάμον τεκνοῦντα καὶ τεκνούμενον», Σοφ.
β. «ἐτέκνωθεν κράτιστοι»)
γ) υιοθετούμαι («πλεύσας πρὸς Αἴολον καὶ τεκνωθεὶς ὑπ' αὐτοῦ», Διόδ.)
δ) μτφ. γίνομαι (α. «μὴ τεκνωθῇ δυσφορώτερος γόος», Αισχύλ.
β. «νόμοι... δ' αἰθέρα τεκνωθέντες», Σοφ.).
Middle Liddell
τεκνόω, fut. -ώσω
I. to furnish or stock with children, Eur.: —Pass. to be furnished with children, i. e. to have them, Eur.
II. Act., of the man, to beget children, Eur.;—Mid., of the female, to bear them: metaph., ὄλβος τεκνοῦται it has offspring, Aesch.; χθὼν ἐτεκνώσατο φάσματα Eur.:—Pass. to be born, Trag.; γάμον τεκνοῦντα καὶ τεκνούμενον, i. e. a marriage where husband and son are one, Soph.