τύκη: Difference between revisions

From LSJ

Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau

Menander, Monostichoi, 261
(42)
(6)
Line 4: Line 4:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἡ, Α<br />[[εργαλείο]] λιθοκόπου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άλλος τ. της λ. [[τύχος]], [[κατά]] τα θηλ.].
|mltxt=ἡ, Α<br />[[εργαλείο]] λιθοκόπου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άλλος τ. της λ. [[τύχος]], [[κατά]] τα θηλ.].
}}
{{lsm
|lsmtext='''τύκη:''' ἡ ([[τύκος]]), [[εργαλείο]] κτίστη ή λιθοκόπου, σε Ευρ.
}}
}}

Revision as of 02:12, 31 December 2018

Greek (Liddell-Scott)

τύκη: ἡ, ὄργανον λιθοκόπου, ἐν τύκαισι λαΐνοισι Γιγάντων (κατὰ τὸν Ἕρμαν. ἀντὶ τείχεσι) Εὐρ. Ἴων 206· πρβλ. τύκισμα.

Greek Monolingual

ἡ, Α
εργαλείο λιθοκόπου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. της λ. τύχος, κατά τα θηλ.].

Greek Monotonic

τύκη: ἡ (τύκος), εργαλείο κτίστη ή λιθοκόπου, σε Ευρ.