χεῦαι: Difference between revisions

From LSJ

Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)

Source
(Autenrieth)
(6)
 
Line 4: Line 4:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=see [[χέω]].
|auten=see [[χέω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''χεῦαι:''' Επικ. αντί [[χέαι]], απαρ. αορ. αʹ του [[χέω]]· χεῦε, χεῦαν, Επικ. γʹ ενικ. και πληθ.
}}
}}

Latest revision as of 02:36, 31 December 2018

Greek (Liddell-Scott)

χεῦαι: χεῦαν, χεῦς, ἴδε χέω.

English (Autenrieth)

see χέω.

Greek Monotonic

χεῦαι: Επικ. αντί χέαι, απαρ. αορ. αʹ του χέω· χεῦε, χεῦαν, Επικ. γʹ ενικ. και πληθ.