ἠθάς: Difference between revisions

719 bytes added ,  31 December 2018
2b
(4)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἠθάς:''' -[[άδος]], ὁ, ἡ ([[ἦθος]] II),<br /><b class="num">1.</b> [[συνηθισμένος]] σε ένα [[πράγμα]], εξοικειωμένος με αυτό· με γεν., [[ἠθάς]] [[εἰμί]] πως [[τῶν]] τῆσδε μύθων, σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> απόλ., [[συνηθισμένος]], [[κοινός]], [[οικείος]], σε Ευρ.· λέγεται για τα ζώα, εξημερωμένος, [[οικόσιτος]], [[ήμερος]], Λατ. [[mansuetus]], σε Αριστοφ.· επίσης, ως ουδ., τὰ καινά γ' ἐκ [[τῶν]] ἠθάδων ἡδίον' [[ἐστί]], σε Ευρ.
|lsmtext='''ἠθάς:''' -[[άδος]], ὁ, ἡ ([[ἦθος]] II),<br /><b class="num">1.</b> [[συνηθισμένος]] σε ένα [[πράγμα]], εξοικειωμένος με αυτό· με γεν., [[ἠθάς]] [[εἰμί]] πως [[τῶν]] τῆσδε μύθων, σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> απόλ., [[συνηθισμένος]], [[κοινός]], [[οικείος]], σε Ευρ.· λέγεται για τα ζώα, εξημερωμένος, [[οικόσιτος]], [[ήμερος]], Λατ. [[mansuetus]], σε Αριστοφ.· επίσης, ως ουδ., τὰ καινά γ' ἐκ [[τῶν]] ἠθάδων ἡδίον' [[ἐστί]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἠθάς:''' άδος adj. (преимущ. f)<br /><b class="num">1)</b> привыкший, приученный: ἠ. εἰμι τῶν τῆσδε μύθων Soph. я привыкла к ее (Электры) речам;<br /><b class="num">2)</b> привычный, знакомый, старый (φίλοι Eur.; παγαί Anth.): τὰ καινὰ ἐκ τῶν ἠθάδων ἡδίονά ἐστιν Eur. новое приятнее после обычного;<br /><b class="num">3)</b> прирученный, ручной (ὄρνιθες Arph. - ср. 4);<br /><b class="num">4)</b> охот. служащий приманкой, приманочный ([[ὄρνις]] Plut.).
}}
}}