ἠθάς

From LSJ

ὁ λαγὼς τὸν περὶ τῶν κρεῶν δρόμον τρέχει → save one's bacon, save one's neck, save one's skin

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἠθάς Medium diacritics: ἠθάς Low diacritics: ηθάς Capitals: ΗΘΑΣ
Transliteration A: ēthás Transliteration B: ēthas Transliteration C: ithas Beta Code: h)qa/s

English (LSJ)

ἠθάδος, ὁ, ἡ,
A (ἦθος ΙΙ) accustomed to a thing, acquainted with it, c. gen., ἠ. εἰμί πως τῶν τῆσδε μύθων S.El.372; θήρης Opp.H.4.122; τῶν χωρίων Ael.NA7.6: c. dat., πέτραις ib.9.36.
2 abs., inured, accustomed, Hp.Mul.1.1; τῶν γὰρ ἠθάδων φίλων νέοι.. εὐπιθέστεροι E. Andr.818; of animals, tame, [ὄρνιθες] ἠ. domestic fowls, Ar.Av.271; of decoy-birds, Plu.Sull.28; ἠ. σκόμβροι Ael.NA14.1.
II of things, usual, customary, νίκη APl.5.354; πάγαι AP9.264 (Apollonid. or Phil.): as neut., τὰ καινά γ' ἐκ τῶν ἠθάδων ἡδίον' ἐστί E.Cyc.250; τοῖς ἠθάσι λίαν τοῖς τ' ἀρχαίοις ἐνδιατριβειν Ar.Ec.584, cf. 151.

German (Pape)

[Seite 1156] άδος (vgl. ἦθος), ion. ἐθάς, ὁ u. ἡ, gewohnt, bekannt womit, Soph. ἠθάς εἰμί πως τῶν τῆσδε μύχων El. 364; so sp. D., ἠθάδα θήρης Opp. Hal. 4, 122; Nonn.; Ael. ἠθάδες τῶν χωρίων H. A. 7, 6; ἠθάδες φίλοι, vertraute, Eur. Andr. 819; – οὗτος οὐ τῶν ἠθάδων (ὀρνίθων) ὧν ὁρᾶθ' ὑμεῖς ἀεί Ar. Av. 271, keiner von den bekannten Hausvögeln; bei Plut. Sull. 28 Lockvögel; ἠθᾶδες παγαί Apollnds. 25 (IX, 264), u. öfter in der Anth.; vom Pferde, zahm, Paus. 5, 27, 4, Hesych. τιθασός; – τὰ ἠθάδα, im Gegensatz τὰ καινά, Eur. Cycl. 250; vgl. Ar. Eccl. 584 εἰ καινοτομεῖν ἐθελήσουσιν καὶ μὴ τοῖς ἠθάσι λίαν τοῖς ἀρχαίοις ἐνδιατρίβειν.

French (Bailly abrégé)

άδος (ὁ, ἡ)
qui s'accoutume à, habitué à, gén., rar. dat. ; en parl. d'animaux apprivoisé.
Étymologie: ἦθος.

Russian (Dvoretsky)

ἠθάς: άδος adj. (преимущ. f)
1 привыкший, приученный: ἠ. εἰμι τῶν τῆσδε μύθων Soph. я привыкла к ее (Электры) речам;
2 привычный, знакомый, старый (φίλοι Eur.; παγαί Anth.): τὰ καινὰ ἐκ τῶν ἠθάδων ἡδίονά ἐστιν Eur. новое приятнее после обычного;
3 прирученный, ручной (ὄρνιθες Arph. - ср. 4);
4 охот. служащий приманкой, приманочный (ὄρνις Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἠθάς: -άδος, ὁ, ἡ, (ἦθος ΙΙ), ὡς τὸ ἐθάς, εἰθισμένος εἴς τι πρᾶγμα, γινώσκων αὐτό, ἔμπειρος αὐτοῦ, μετὰ γεν., ἠθάς εἰμί πως τῶν τῆσδε μύθων Σοφ. Ἠλ. 372· ἠθάς θύρης Ὀππ. Ἁλ. 4. 122· τῶν χωρίων Αἰλ. π. Ζ. 7. 6· ὡσαύτως μετὰ δοτ., πέτραις αὐτόθι 9, 36· 2) ἀπολ., συνήθης, οἰκεῖος, Ἱππ. 588. 24· τῶν γὰρ ἠθάδων φίλων νέοι… εὐφιλέστεροι Εὐρ. Ἀνδρ. 818· ἐπὶ ζῴων, ἥμερος, ἐξημερωμένος, Λατ. mansuetus, ὄρνιθες ἠθ., πτηνὰ κατοικίδια, «ὄρνιθες», Ἀριστοφ. Ὄρν. 271· ἐπὶ πτηνῶν ἡμέρων, δι’ ὧν ἐξαπατᾷ καὶ συλλαμβάνει τις τὰ ξένα ἢ ἄγρια, Πλούτ. Σύλλ. 28· ἠθ. σκόμβροι Αἰλ. π. Ζ. 14. 1. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, συνήθης, νίκη Ἀνθ. Πλαν. 354· - ὡσαύτως ὡς οὐδ., τὰ καινά γ’ ἐκ τῶν ἠθάδων ἡδίον’ ἐστὶ Εὐρ. Κύκλ. 250· τοῖς ἠθάσιν... τοῖς ἀρχαίοις ἐνδιατρίβειν Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 584, πρβλ. 151.

Greek Monolingual

ἠθάς, -άδος, ὁ, ἡ (Α) ήθος
1. (με γεν. και σπαν. με δοτ.) ο συνηθισμένος σε ένα πράγμα, γνώστης, εξοικειωμένος με κάτιἠθάς εἰμί πως τῶν τῆσδε μύθων», Σοφ.)
2. (απολ.) συνήθης, οικείος («τῶν γὰρ ἠθάδων φίλων νέοι... εὐπιθέστεροι», Ευρ.)
3. (για ζώα) εξημερωμένος, ήμερος («ὄρνιθες ἠθάδες» — πτηνά κατοικίδια, όρνιθες, Αριστοφ.)
4. (για πράγματα) συνηθισμένος («ἠθὰς νίκη»)
5. (σπαν. ως ουδ. στη γεν. και δοτ. πληθ.) ἠθάδων ή ἠθᾱσι
τα παλαιά, τα συνηθισμένα («τὰ καινά γ' ἐκ τῶν ἠθάδων ἠδίον' ἐστί» — τα καινούργια είναι, βέβαια, πιο ευχάριστα από τα παλιά, Ευρ.).

Greek Monotonic

ἠθάς: -άδος, ὁ, ἡ (ἦθος II),
1. συνηθισμένος σε ένα πράγμα, εξοικειωμένος με αυτό· με γεν., ἠθάς εἰμί πως τῶν τῆσδε μύθων, σε Σοφ.
2. απόλ., συνηθισμένος, κοινός, οικείος, σε Ευρ.· λέγεται για τα ζώα, εξημερωμένος, οικόσιτος, ήμερος, Λατ. mansuetus, σε Αριστοφ.· επίσης, ως ουδ., τὰ καινά γ' ἐκ τῶν ἠθάδων ἡδίον' ἐστί, σε Ευρ.

Middle Liddell

ἠθάς, άδος, ἦθος II]
1. accustomed to a thing, acquainted with it, c. gen., Soph.
2. absol. accustomed, usual, Eur.: of animals, tame, domestic, Lat. mansuetus, Ar.:—as neut., = ἦθος, τὰ καινά γ' ἐκ τῶν ἠθάδων ἡδίον' ἐστί Eur.

English (Woodhouse)

customary, ordinary, tame, accustomed to, inured to

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)