3,277,719
edits
(16) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἠθάς]], -[[άδος]], ὁ, ἡ (Α) [[ήθος]]<br /><b>1.</b> (με γεν. και σπαν. με δοτ.) ο [[συνηθισμένος]] σε ένα [[πράγμα]], [[γνώστης]], εξοικειωμένος με [[κάτι]] («[[ἠθάς]] [[εἰμί]] πως τῶν τῆσδε μύθων», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>(απολ.)</b> [[συνήθης]], [[οικείος]] («τῶν γὰρ ἠθάδων [[φίλων]] νέοι... εὐπιθέστεροι», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> (για ζώα) εξημερωμένος, [[ήμερος]] («ὄρνιθες ἠθάδες» — πτηνά κατοικίδια, όρνιθες, <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>4.</b> (για πράγματα) [[συνηθισμένος]] («ἠθὰς [[νίκη]]»)<br /><b>5.</b> (σπαν. ως ουδ. στη γεν. και δοτ. πληθ.) <i>ἠθάδων</i> ή <i>ἠθᾱσι</i><br />τα παλαιά, τα συνηθισμένα («τὰ καινά γ' ἐκ τῶν ἠθάδων ἠδίον' ἐστί» — τα καινούργια [[είναι]], βέβαια, πιο ευχάριστα από τα [[παλιά]], <b>Ευρ.</b>). | |mltxt=[[ἠθάς]], -[[άδος]], ὁ, ἡ (Α) [[ήθος]]<br /><b>1.</b> (με γεν. και σπαν. με δοτ.) ο [[συνηθισμένος]] σε ένα [[πράγμα]], [[γνώστης]], εξοικειωμένος με [[κάτι]] («[[ἠθάς]] [[εἰμί]] πως τῶν τῆσδε μύθων», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>(απολ.)</b> [[συνήθης]], [[οικείος]] («τῶν γὰρ ἠθάδων [[φίλων]] νέοι... εὐπιθέστεροι», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> (για ζώα) εξημερωμένος, [[ήμερος]] («ὄρνιθες ἠθάδες» — πτηνά κατοικίδια, όρνιθες, <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>4.</b> (για πράγματα) [[συνηθισμένος]] («ἠθὰς [[νίκη]]»)<br /><b>5.</b> (σπαν. ως ουδ. στη γεν. και δοτ. πληθ.) <i>ἠθάδων</i> ή <i>ἠθᾱσι</i><br />τα παλαιά, τα συνηθισμένα («τὰ καινά γ' ἐκ τῶν ἠθάδων ἠδίον' ἐστί» — τα καινούργια [[είναι]], βέβαια, πιο ευχάριστα από τα [[παλιά]], <b>Ευρ.</b>). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἠθάς:''' -[[άδος]], ὁ, ἡ ([[ἦθος]] II),<br /><b class="num">1.</b> [[συνηθισμένος]] σε ένα [[πράγμα]], εξοικειωμένος με αυτό· με γεν., [[ἠθάς]] [[εἰμί]] πως [[τῶν]] τῆσδε μύθων, σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> απόλ., [[συνηθισμένος]], [[κοινός]], [[οικείος]], σε Ευρ.· λέγεται για τα ζώα, εξημερωμένος, [[οικόσιτος]], [[ήμερος]], Λατ. [[mansuetus]], σε Αριστοφ.· επίσης, ως ουδ., τὰ καινά γ' ἐκ [[τῶν]] ἠθάδων ἡδίον' [[ἐστί]], σε Ευρ. | |||
}} | }} |