μεμάθηκα: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἔστιν ὧδε ἀλλὰ ἠγέρθη → He is not here, but is risen

Source
(5)
(3)
 
Line 4: Line 4:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μεμάθηκα:''' [μᾰ], παρακ. του [[μανθάνω]].
|lsmtext='''μεμάθηκα:''' [μᾰ], παρακ. του [[μανθάνω]].
}}
{{elru
|elrutext='''μεμάθηκα:''' pf. к [[μανθάνω]].
}}
}}

Latest revision as of 06:08, 31 December 2018

French (Bailly abrégé)

v. μανθάνω.

Greek Monotonic

μεμάθηκα: [μᾰ], παρακ. του μανθάνω.

Russian (Dvoretsky)

μεμάθηκα: pf. к μανθάνω.