μεμάθηκα

From LSJ

Λιμὸς μέγιστον ἄλγος ἀνθρώποις ἔφυ → Inter dolores maximum humanos fames → Der Hunger ist den Menschen allergrößter Schmerz

Menander, Monostichoi, 320

French (Bailly abrégé)

v. μανθάνω.

Greek Monotonic

μεμάθηκα: [μᾰ], παρακ. του μανθάνω.

Russian (Dvoretsky)

μεμάθηκα: pf. к μανθάνω.