μαλακόθριξ: Difference between revisions

From LSJ

φιλοτιμία καλεῖ τέχν' ὑπερόντα κτλ. → ambition for honor is calling superior sons ... (Inscription on church wall, Constantinople)

Source
(24)
(3)
Line 4: Line 4:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μαλακόθριξ]], -τριχος, ὁ, ἡ (Α)<br />αυτός που έχει απαλό [[τρίχωμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μαλακός]] <span style="color: red;">+</span> [[θρίξ]], <i>τριχός</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[λευκό]]-[[θριξ]])].
|mltxt=[[μαλακόθριξ]], -τριχος, ὁ, ἡ (Α)<br />αυτός που έχει απαλό [[τρίχωμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μαλακός]] <span style="color: red;">+</span> [[θρίξ]], <i>τριχός</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[λευκό]]-[[θριξ]])].
}}
{{elru
|elrutext='''μᾰλᾰκόθριξ:''' τρῐχος adj. имеющий мягкие волосы, мягковолосый ([[Σκύθαι]] Arst.).
}}
}}

Revision as of 06:28, 31 December 2018

Greek (Liddell-Scott)

μᾰλᾰκόθριξ: -τρῐχος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων μαλακὰς τρίχας, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 5. 3, 19.

Greek Monolingual

μαλακόθριξ, -τριχος, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που έχει απαλό τρίχωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαλακός + θρίξ, τριχός (πρβλ. λευκό-θριξ)].

Russian (Dvoretsky)

μᾰλᾰκόθριξ: τρῐχος adj. имеющий мягкие волосы, мягковолосый (Σκύθαι Arst.).