ξανθόκομος: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ τῷ ὕψει τῶν θείων ἐντολῶν σου → but by the sublimity of thy divine commandments

Source
(27)
(3b)
 
Line 4: Line 4:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ξανθόκομος]], -ον (Α)<br />(δ. γρφ·) [[ξανθοκόμης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. [[ξανθοκόμης]].
|mltxt=[[ξανθόκομος]], -ον (Α)<br />(δ. γρφ·) [[ξανθοκόμης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. [[ξανθοκόμης]].
}}
{{elru
|elrutext='''ξανθόκομος:''' Theocr. v. l. = [[ξανθοκόμης]].
}}
}}

Latest revision as of 06:48, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 275] dasselbe, Nonn. D. 11, 395.

Greek Monolingual

ξανθόκομος, -ον (Α)
(δ. γρφ·) ξανθοκόμης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. ξανθοκόμης.

Russian (Dvoretsky)

ξανθόκομος: Theocr. v. l. = ξανθοκόμης.