προσμαθητέον: Difference between revisions
From LSJ
Λήσειν διὰ τέλους μὴ δόκει πονηρὸς ὤν → Latere semper posse ne spera nocens → Gewiss nicht immer bleibst als Schuft du unentdeckt
(6) |
(4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''προσμᾰθητέον:''' ρημ. επίθ., πρέπει να μάθουμε [[ακόμη]] περισσότερο, σε Ξεν. | |lsmtext='''προσμᾰθητέον:''' ρημ. επίθ., πρέπει να μάθουμε [[ακόμη]] περισσότερο, σε Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''προσμᾰθητέον:''' adj. verb. к [[προσμανθάνω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:00, 31 December 2018
English (LSJ)
A one must learn besides, X.Oec.13.1.
Greek (Liddell-Scott)
προσμᾰθητέον: ῥηματ. ἐπίθ., τοῦ προσμανθάνειν, δεῖ προσμανθάνειν, Ξεν. Οἰκ. 13, 1.
Greek Monotonic
προσμᾰθητέον: ρημ. επίθ., πρέπει να μάθουμε ακόμη περισσότερο, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
προσμᾰθητέον: adj. verb. к προσμανθάνω.