μανικός: Difference between revisions

3
(5)
(3)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μᾰνῐκός:''' -ή, -όν ([[μανία]]),·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που προκαλείται από ή αυτός που καταλήγει στη [[μανία]], [[τρελός]], σε Αριστοφ.· <i>μανικόν τι βλέπειν</i>, [[κοιτάζω]] σαν [[τρελός]], στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[παραληρηματικός]], [[παράφρων]], σε Πλάτ.· [[τρελός]], [[παράλογος]], σε Ξεν.· επίρρ., [[μανικῶς]] διακεῖσθαι, σε Πλάτ.
|lsmtext='''μᾰνῐκός:''' -ή, -όν ([[μανία]]),·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που προκαλείται από ή αυτός που καταλήγει στη [[μανία]], [[τρελός]], σε Αριστοφ.· <i>μανικόν τι βλέπειν</i>, [[κοιτάζω]] σαν [[τρελός]], στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[παραληρηματικός]], [[παράφρων]], σε Πλάτ.· [[τρελός]], [[παράλογος]], σε Ξεν.· επίρρ., [[μανικῶς]] διακεῖσθαι, σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''μᾰνῐκός:''' <b class="num">1)</b> сумасшедший, безумный (πράγματα Arph.): μανικόν τι βλέπειν Arph. иметь безумный вид;<br /><b class="num">2)</b> граничащий с безумием, безрассудный ([[ἐπιχείρημα]] Plat.);<br /><b class="num">3)</b> восторженный, вдохновенный: εὐφυοῦς ἡ [[ποιητική]] ἐστιν ἢ μανικοῦ Arst. поэзия есть область одаренности или вдохновения;<br /><b class="num">4)</b> приводящий в безумие (φάρμακα Plut.).
}}
}}