Anonymous

μανικός: Difference between revisions

From LSJ
5
(24)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[μανικός]], -ή, -όν)<br /><b>βλ.</b> [[μανιακός]].
|mltxt=-ή, -ό (AM [[μανικός]], -ή, -όν)<br /><b>βλ.</b> [[μανιακός]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μᾰνῐκός:''' -ή, -όν ([[μανία]]),·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που προκαλείται από ή αυτός που καταλήγει στη [[μανία]], [[τρελός]], σε Αριστοφ.· <i>μανικόν τι βλέπειν</i>, [[κοιτάζω]] σαν [[τρελός]], στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[παραληρηματικός]], [[παράφρων]], σε Πλάτ.· [[τρελός]], [[παράλογος]], σε Ξεν.· επίρρ., [[μανικῶς]] διακεῖσθαι, σε Πλάτ.
}}
}}