παραιρέω: Difference between revisions

3b
(5)
(3b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''παραιρέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, αόρ. βʹ <i>παρεῖλον</i>, παρακ. <i>παρῄρηκα</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[βγάζω]] από τη [[μέση]], [[αφαιρώ]], [[απομακρύνω]], [[αποσύρω]], σε Ευρ.· με γεν. διαιρ., [[αποκόπτω]] [[κάτι]], [[αποσπώ]] από κάποιο [[πράγμα]], στον ίδ., Θουκ. — Παθ., <i>παρῃρημένοι τὰ ὅπλα</i>, έχοντας αφαιρέσει τα όπλα από πάνω τους (έχοντας αφοπλιστεί), σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> [[παραιρέω]] ἀρὰνεἰς παῖδα, [[απομακρύνω]] την [[κατάρα]] από το [[κεφάλι]] του παιδιού [[σου]], σε Ευρ.<br /><b class="num">II. 1.</b> Μέσ., [[αποσπώ]] [[κάτι]] από την [[πλευρά]] κάποιου, [[αφαιρώ]], [[εξαπατώ]], σε Ξεν., Δημ.<br /><b class="num">2.</b> [[απομακρύνω]], σε Ξεν. — Μέσ., <i>παραιρεῖσθαι τὴν [[θρασύτητα]]</i>, [[μετριάζω]], [[κάμπτω]], σε Δημ.<br /><b class="num">3.</b> γενικά, [[παίρνω]] [[μακριά]] από, [[κλέβω]] από, <i>τί</i>, <i>τινος</i>, σε Ηρόδ., Ευρ.
|lsmtext='''παραιρέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, αόρ. βʹ <i>παρεῖλον</i>, παρακ. <i>παρῄρηκα</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[βγάζω]] από τη [[μέση]], [[αφαιρώ]], [[απομακρύνω]], [[αποσύρω]], σε Ευρ.· με γεν. διαιρ., [[αποκόπτω]] [[κάτι]], [[αποσπώ]] από κάποιο [[πράγμα]], στον ίδ., Θουκ. — Παθ., <i>παρῃρημένοι τὰ ὅπλα</i>, έχοντας αφαιρέσει τα όπλα από πάνω τους (έχοντας αφοπλιστεί), σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> [[παραιρέω]] ἀρὰνεἰς παῖδα, [[απομακρύνω]] την [[κατάρα]] από το [[κεφάλι]] του παιδιού [[σου]], σε Ευρ.<br /><b class="num">II. 1.</b> Μέσ., [[αποσπώ]] [[κάτι]] από την [[πλευρά]] κάποιου, [[αφαιρώ]], [[εξαπατώ]], σε Ξεν., Δημ.<br /><b class="num">2.</b> [[απομακρύνω]], σε Ξεν. — Μέσ., <i>παραιρεῖσθαι τὴν [[θρασύτητα]]</i>, [[μετριάζω]], [[κάμπτω]], σε Δημ.<br /><b class="num">3.</b> γενικά, [[παίρνω]] [[μακριά]] από, [[κλέβω]] από, <i>τί</i>, <i>τινος</i>, σε Ηρόδ., Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''παραιρέω:''' (aor. 2 παρεῖλον, pf. παρῄρηκα) тж. med.<br /><b class="num">1)</b> отнимать, отбирать, лишать (τι Eur.): π. τοῦ φρουρίου Thuc. разрушить часть укрепления; π. φρονήματος Eur. лишать (части) разума; αὐτοὺς τὰ [[ἐφόδια]] τοῦ πολέμου παρῃρῆσθαι [[Iphicrates]] ap. Arst. лишить самого себя военного снабжения;<br /><b class="num">2)</b> брать, выбирать: (τῶν ἀρῶν) τὴν μίαν π. ἔς τινα Eur. обрушить на кого-л. одно из проклятий;<br /><b class="num">3)</b> med. отрывать, похищать (τινα μητρός Eur.);<br /><b class="num">4)</b> med. уничтожать, подавлять (τὴν θρασύτητα Dem.);<br /><b class="num">5)</b> med. захватывать, завладевать (πόλεις Dem.; [[ὅπλα]] Xen.; τὰς ἀγορὰς τοῖς στρατοπέδοις Polyb.; τὰ προπεπονημένα [[Theophrastus]] ap. Plut.);<br /><b class="num">6)</b> med. лишать гражданских прав (τοὺς ἐκ δούλου Arst.).
}}
}}