παραιρέω

English (LSJ)

aor.
A παρεῖλον E.Hec.591:—take away from, withdraw, remove, τι E.l.c.; λύπας Id.Hipp.1105 (lyr.): c. gen. partit., take away part of... some of... φρονήματος Id.Heracl.908; τῆς λύπης Hyp.Epit.41; τοῦ φρουρίου Th.3.89:—Pass., Hp.Fract.33.
2 π. [ἀρὰν] εἰς παῖδα thou hast turned aside the curse on to thy son's head, E.Hipp.1316.
II Med. with aor. 2 παρειλόμην, later aor. 1 παρειλάμην LXX Nu.11.25, Plb.4.51.6:—draw off or away from, seduce, detach, X.Mem.1.6.1; πόλεις παραιρεῖται οὐδὲν αὐτῷ προσηκούσας Decr. ap.D.18.181, cf. Ep.3.31; γυναῖκα παρελέσθαι Arist.Pol.1311b6.
2 take away, τὰ ὅπλα πάντων X.HG2.3.20, Arist.Ath.37.2; αὐτῆς τὸν βίον παρείλετο Anaxil.22.10, cf. Men.128.8 (Pass., παρῃρημένοι τὰ ὅπλα having their Arm. taken away, D.19.81); παραιρεῖσθαι τὴν θρασύτητά τινων lessen, damp it, ib.208; π. τοὺς ἐκ δούλου disfranchise them, Arist.Pol.1278a32; remove privileges, ib.1285b16; τὰ ἐφόδια παρῃρῆσθαι, in med. sense, had deprived themselves of... Iphicr. ap. eund.Rh.1411a12.
3 generally, take away, filch from, εἴ τινος τοῦ κλήρου ὁ ποταμός τι παρέλοιτο Hdt.2.109, cf. E.IT25, etc.; γῆν τῶν γεωργῶν PTeb.5.146 (ii B. C.): metaph., τῶν ἀγαθῶν ἀνθρώπων τὰς ἐλπίδας Phld.Piet.p.94 G.; τὰς ἀγορὰς τοῖς στρατοπέδοις Plb.1.18.9:—Pass., τῆς Περαίας ἐκχωρεῖν ἧς αὐτῶν (sc. τῶν Ῥοδίων) παρῄρηται Id.18.2.3.
4 c. acc. pers. et gen. rei, deprive, τινά τινος Zos.1.7, cf. 23.

German (Pape)

[Seite 480] (s. αἱρέω), Etwas woneben od. wovon wegnehmen, entziehen, τί τινος; θεὸς τῶν ἀδίκων παραιρῶν φρονήματος αἰεί, Eur. Heracl. 908; Hipp. 1004; Thuc. 3, 89; τῶν ἐκείνων ὀχυρῶν ὡς πλεῖστα παραιρεῖν, Xen. Cyr. 6, 1, 15; – fortnehmen, wovon, ὧν τὴν μίαν παρεῖλες, Eur. Hipp. 1316; παρῃρηκὼς πᾶν τὸ στασιῶδες τῆς δυνάμεως, Pol. 1, 9, 6; u. im med., τὰ πράγματα παρείλοντο ἡμῶν, Dem. 19, 29; τὰ ὅπλα, Xen. Hell. 2, 3, 20; Κλεομένους παρῃρημένου Τεγέαν, Pol. 2, 46, 2; auch τινά τινος, von Einem, Eur. I. A. 25; Xen. Mem. 1, 6, 1; öfter Pol. u. a. Sp.; selten παρείλετο τὰς ἀγορὰς τοῖς στρατοπέδοις, Pol. 1, 18, 9, vgl. 25, 1.

French (Bailly abrégé)

παραιρῶ :
f. παραιρήσω, ao.2 παρεῖλον, pf. παρῄρηκα;
ôter d'auprès de ou de, enlever de, avec l'acc. ; avec un gén. ôter une part de : τοῦ φρουρίου THC renverser une partie d'un fort ; fig. ἀρὰν ἔς τινα EUR faire retomber une malédiction sur la tête de qqn;
Moy. παραιρέομαι, παραιροῦμαι détourner à son profit, s'emparer de, acc. ; τινα μητρός EUR séparer qqn de sa mère ; τινός τι enlever qch à qqn.
Étymologie: παρά, αἱρέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρ-αιρέω wegnemen, afnemen:; λύπας π. verdriet wegnemen Eur. Hipp. 1105; (ἀράς) ὧν τὴν μίαν παρεῖλες... ἐς παῖδα τὸν σόν (vervloekingen), waarvan je de eerste tegen je eigen zoon hebt gebruikt Eur. Hipp. 1316; met acc. en gen., ook med.:; καί μ (ε)... μητρὸς παρείλοντο en mij haalden zij van mijn moeder weg Eur. IT 25; met gen. part.:; τοῦ φρουρίου... παρεῖλε (een vloedgolf) spoelde een deel van het fort weg Thuc. 3.89.3; met gen. en gen. part.:; τῶν ἀδίκων π. φρονήματος de onrechtvaardigen een deel van hun trots ontnemen Eur. Hcld. 908; med. zich toe-eigenen:. τοὺς συνουσιαστὰς π. de toehoorders voor zich innemen Xen. Mem. 1.6.1; τὴν γυναῖκα π. (iemands) vrouw afpakken Aristot. Pol. 1311b6. med. uitsluiten:. π. τοὺς ἐκ δούλου de zonen van een slaaf uitsluiten (van burgerrecht) Aristot. Pol. 1278a32.

Russian (Dvoretsky)

παραιρέω: (aor. 2 παρεῖλον, pf. παρῄρηκα) тж. med.
1 отнимать, отбирать, лишать (τι Eur.): π. τοῦ φρουρίου Thuc. разрушить часть укрепления; π. φρονήματος Eur. лишать (части) разума; αὐτοὺς τὰ ἐφόδια τοῦ πολέμου παρῃρῆσθαι Iphicrates ap. Arst. лишить самого себя военного снабжения;
2 брать, выбирать: (τῶν ἀρῶν) τὴν μίαν π. ἔς τινα Eur. обрушить на кого-л. одно из проклятий;
3 med. отрывать, похищать (τινα μητρός Eur.);
4 med. уничтожать, подавлять (τὴν θρασύτητα Dem.);
5 med. захватывать, завладевать (πόλεις Dem.; ὅπλα Xen.; τὰς ἀγορὰς τοῖς στρατοπέδοις Polyb.; τὰ προπεπονημένα Thphr. ap. Plut.);
6 med. лишать гражданских прав (τοὺς ἐκ δούλου Arst.).

Greek Monotonic

παραιρέω: μέλ. -ήσω, αόρ. βʹ παρεῖλον, παρακ. παρῄρηκα·
I. 1. βγάζω από τη μέση, αφαιρώ, απομακρύνω, αποσύρω, σε Ευρ.· με γεν. διαιρ., αποκόπτω κάτι, αποσπώ από κάποιο πράγμα, στον ίδ., Θουκ. — Παθ., παρῃρημένοι τὰ ὅπλα, έχοντας αφαιρέσει τα όπλα από πάνω τους (έχοντας αφοπλιστεί), σε Θουκ.
2. παραιρέω ἀρὰνεἰς παῖδα, απομακρύνω την κατάρα από το κεφάλι του παιδιού σου, σε Ευρ.
II. 1. Μέσ., αποσπώ κάτι από την πλευρά κάποιου, αφαιρώ, εξαπατώ, σε Ξεν., Δημ.
2. απομακρύνω, σε Ξεν. — Μέσ., παραιρεῖσθαι τὴν θρασύτητα, μετριάζω, κάμπτω, σε Δημ.
3. γενικά, παίρνω μακριά από, κλέβω από, τί, τινος, σε Ηρόδ., Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

παραιρέω: μέλλ. -ήσω: ἀόρ. παρεῖλον. Ἀφαιρῶ ἀπὸ πλησίον τινός, ἀπομακρύνω, ἀποσύρω, τι Εὐρ. Ἑκάβ. 591, Ἱππ. 1104· - ὡσαύτως μετὰ γεν. διαιρετ., ἀφαιρῶ μέρος.., φρονήματος ὁ αὐτ. ἐν Ἡρακλ. 908· ἔνθα ἴδε Elmsl.· τῆς λύπης Ὑπερείδ. παρὰ Στοβ. 618. 6 τοῦ φρουρίου Θουκ. 3. 89. -Παθ., Ἱππ. π. Ἀγμ. 774. 2) παρεῖλες (ἀρὰν) ἐς τὸν παῖδα τὸν σόν, παρελὼν ἀνάλωσας ἐπὶ τὴν κεφαλὴν τοῦ υἱοῦ σου, Εὐρ. Ἱππ. 1316. ΙΙ. Μέσ., ἀποσπῶ τι παρά τινος καὶ προσελκύω αὐτὸ εἰς τὸ μέρος μου, βουλόμενος τοὺς συνουσιαστὰς αὐτοῦ παρελέσθαι Ξεν. Ἀπομν. 1. 6, 1· πόλεις παραιρεῖται οὐδὲν αὐτῷ προσηκούσας Δημ. 289. 6, πρβλ. 1482. 4· π. γυναῖκα Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 10, 10. 2) ἀφαιρῶ, τὰ ὅπλα Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 20· εἷς μόνος δ’ ἱππεύς τις αὐτῆς τὸν βίον παρείλετο Ἀναξίλας ἐν «Νεοττίδι»1. 10, πρβλ. Μένανδρ. ἐν «Δυσκόλῳ» 2, 8· (καὶ ἐν τῷ παθ., παρῃρημένοι τὰ ὅπλα, ἀφηρημένοι, ἀφαιρεθέντες, Δημ. 366, ἐν τέλ.) παραιρεῖσθαι τὴν θρασύτητα, μετριάζειν αὐτήν, ὁ αὐτ. 406. 3· π. τούς ἐκ δούλου, ἀποστερῶ τῶν πολιτικῶν δικαιωμάτων, τοῦ δικαιώματος ψήφου, Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 5, 8, πρβλ. 3. 14, 13· παρῃρῆσθαι τὰ ἐφόδια, ἐν αὐστηρῶς μέσῃ σημασίᾳ, ὅτι ἐστέρησαν ἑαυτοὺς τῶν ἐφοδίων, ὁ αὐτ. ἐν Ρητ. 3. 10, 7. 3) καθόλου ἀφαιρῶ ἀπό τινος, κλέπτω τί τινος Πολύβ. 1. 18, 9, κτλ. - Ἴδε Κόντου Παρατηρ. εἰς Ἀριστ. Ἀθην. Πολιτ. ἐν Ἀθηνᾶς τ. Δ΄, σ. 35.

Middle Liddell

fut. ήσω aor2 παρεῖλον perf. παρῄρηκα
I. to take away from beside, withdraw, remove, Eur.:— c. gen. partit. to take away part of a thing, Eur., Thuc.:—Pass., παρῃρημένοι τὰ ὅπλα having their arms taken from them, Thuc.
2. π. ἀρὰν εἰς παῖδα to draw aside the curse on thy son's head, Eur.
II. Mid. to draw over to one's own side, seduce, detach, Xen., Dem.
2. to take away, Xen.: Mid., παραιρεῖσθαι τὴν θρασύτητα to lessen, damp it, Dem.
3. generally, to take away from, steal away from, τί τινος Hdt., Eur.

Lexicon Thucydideum

detrahere, to take away, 3.89.3.