3,274,916
edits
(4) |
(2b) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἡλῐκία:''' Ιων. -ίη, Δωρ. [[ἁλικία]], ἡ ([[ἧλιξ]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> ο [[χρόνος]] της ζωής, η [[ηλικία]], Λατ. [[aetas]], σε Ομήρ. Ιλ.· η αιτ. χρησιμ. απόλ., σε [[ηλικία]], κατά την [[ηλικία]], <i>νέοςἡλικίην</i>, σε Ηρόδ.· ομοίως στη δοτ., ἡλικίᾳ [[ἔτι]] [[τότε]] ὢν [[νέος]], σε Θουκ.· [[πόρρω]] τῆς ἡλικίας ὢν, προχωρημένος σε [[ηλικία]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> [[συνήθως]], όπως το [[ἥβη]], το [[άνθος]] ή η [[ακμή]] της ηλικίας, από τα 17 έως τα 45 έτη, η ανδρική [[ηλικία]]· <i>ἐν ἁλικίᾳ πρώτᾳ</i>, σε Πίνδ.· ἐν ἁλικίᾳ [[εἶναι]], βρίσκομαι σε [[ηλικία]], σε Πλάτ. κ.λπ.· ομοίως, <i>ἡλικίαν ἔχειν</i>, εἰς ἡλικίαν [[ἐλθεῖν]], στον ίδ.· <i>ἡλικίαν ἔχειν</i>, με απαρέμφ., είμαι στην κατάλληλη [[ηλικία]] για να κάνω [[κάτι]], σε Ηρόδ.· <i>οἱ ἐν ἡλικίᾳ</i>, άνδρες σε στρατεύσιμη [[ηλικία]], σε Θουκ.<br /><b class="num">3.</b> η νεανική [[ορμή]], το νεανικό [[πάθος]]· <i>ἡλικίῃ καὶ θυμῷ ἐπιτρέπειν</i>, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> ως ταυτόσημο του περιληπτικού ουσιαστικού οἱ [[ἥλικες]], αυτοί που βρίσκονται στην [[ίδια]] [[ηλικία]], ομήλικοι, συνομήλικοι, σε Ομήρ. Ιλ., Θουκ.<br /><b class="num">III. 1.</b> [[χρόνος]], [[εποχή]]· [[ταῦτα]] ἡλικίην ἂν εἴη κατὰ Λάϊον, κατά τους χρόνους του Λαΐου, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> [[γενιά]], χρονική [[περίοδος]], Λατ. [[saeculum]], σε Δημ. κ.λπ.<br /><b class="num">IV.</b>λέγεται για το [[σώμα]], [[ανάστημα]], [[μέγεθος]], ως [[ένδειξη]] ηλικίας, σε Ηρόδ., Πλάτ. | |lsmtext='''ἡλῐκία:''' Ιων. -ίη, Δωρ. [[ἁλικία]], ἡ ([[ἧλιξ]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> ο [[χρόνος]] της ζωής, η [[ηλικία]], Λατ. [[aetas]], σε Ομήρ. Ιλ.· η αιτ. χρησιμ. απόλ., σε [[ηλικία]], κατά την [[ηλικία]], <i>νέοςἡλικίην</i>, σε Ηρόδ.· ομοίως στη δοτ., ἡλικίᾳ [[ἔτι]] [[τότε]] ὢν [[νέος]], σε Θουκ.· [[πόρρω]] τῆς ἡλικίας ὢν, προχωρημένος σε [[ηλικία]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> [[συνήθως]], όπως το [[ἥβη]], το [[άνθος]] ή η [[ακμή]] της ηλικίας, από τα 17 έως τα 45 έτη, η ανδρική [[ηλικία]]· <i>ἐν ἁλικίᾳ πρώτᾳ</i>, σε Πίνδ.· ἐν ἁλικίᾳ [[εἶναι]], βρίσκομαι σε [[ηλικία]], σε Πλάτ. κ.λπ.· ομοίως, <i>ἡλικίαν ἔχειν</i>, εἰς ἡλικίαν [[ἐλθεῖν]], στον ίδ.· <i>ἡλικίαν ἔχειν</i>, με απαρέμφ., είμαι στην κατάλληλη [[ηλικία]] για να κάνω [[κάτι]], σε Ηρόδ.· <i>οἱ ἐν ἡλικίᾳ</i>, άνδρες σε στρατεύσιμη [[ηλικία]], σε Θουκ.<br /><b class="num">3.</b> η νεανική [[ορμή]], το νεανικό [[πάθος]]· <i>ἡλικίῃ καὶ θυμῷ ἐπιτρέπειν</i>, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> ως ταυτόσημο του περιληπτικού ουσιαστικού οἱ [[ἥλικες]], αυτοί που βρίσκονται στην [[ίδια]] [[ηλικία]], ομήλικοι, συνομήλικοι, σε Ομήρ. Ιλ., Θουκ.<br /><b class="num">III. 1.</b> [[χρόνος]], [[εποχή]]· [[ταῦτα]] ἡλικίην ἂν εἴη κατὰ Λάϊον, κατά τους χρόνους του Λαΐου, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> [[γενιά]], χρονική [[περίοδος]], Λατ. [[saeculum]], σε Δημ. κ.λπ.<br /><b class="num">IV.</b>λέγεται για το [[σώμα]], [[ανάστημα]], [[μέγεθος]], ως [[ένδειξη]] ηλικίας, σε Ηρόδ., Πλάτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἡλῐκία:''' ион. [[ἡλικίη]], дор. [[ἁλικία]] ἡ<br /><b class="num">1)</b> возраст: [[νέος]] ἡλικίην Her. и ἡλικίᾳ Thuc. молодой; [[πόρρω]] τῆς ἡλικίας Plat. в немолодом (в пожилом) возрасте;<br /><b class="num">2)</b> возмужалость, юность, зрелый возраст (приблиз. от 18 до 50 лет): ἐν τῇ ἡλικίᾳ Plat. в молодом возрасте (во цвете лет); εἰς τὴν ἡλικίαν [[ἀφικέσθαι]] и εἰς ἡλικίαν [[ἐλθεῖν]] Plat. стать юношей, достигнуть возмужалости; οἱ ἐν ἡλικίᾳ Thuc., Plut. способные носить оружие; [[ἔξω]] τῆς ἡλικίας εἶναι Dem. перешагнуть предельный (с точки зрения военной службы) возраст, т. е. быть старше 60 лет;<br /><b class="num">3)</b> юный пыл, увлечения молодости: μὴ πάντα ἡλικίῃ ἐπίτραπε Her. не следуй во всем юношеской горячности;<br /><b class="num">4)</b> преклонный возраст, старость: αἱ δι᾽ ἡλικίαν ἄτοκοι Plat. женщины, которые по своему возрасту (уже) не могут рожать; προεληλυθὼς τῇ [[ἡλικία]] Xen. достигший преклонных лет; ὑπὸ τῆς ἡλικίας Plat. ввиду (пожилого) возраста; παρὰ καιρὸν ἡλικίας NT несмотря на старость;<br /><b class="num">5)</b> собир. сверстники: ὃς ἡλικίην [[ἐκέκαστο]] ἔγχεϊ Hom. (Эвфорб), превосходивший своих сверстников в копьеметании; παῖδές τε καὶ [[ἄνδρες]] καὶ πᾶσο ἡ. Plat. дети, мужчины и (вообще) люди всякого возраста;<br /><b class="num">6)</b> годы, пора, время, период, эпоха, век: ἡλικίην κατὰ Οἰδίπουν Her. во времена Эдипа; ἐπὶ τῆς [[νῦν]] ἡλικίας Dem. в наше время;<br /><b class="num">7)</b> поколение: ἡ [[νῦν]] ζῶοα ἡ. Dem. нынешнее поколение; πολλαῖς [[ἔμπροσθεν]] ἡλικίαις Plut. много поколений тому назад;<br /><b class="num">8)</b> рост, вышина: ἔχων τὴν αὐτὴν ἡλικίην Ἀμάσι Her. бывший того же роста, что и Амасий; οὐ [[πολύ]] τι τὴν ἡλικίαν διαφέρειν τινος Plat. ростом немногим отличаться от кого-л.; τῇ [[ἡλικία]] [[μικρός]] NT небольшого роста. | |||
}} | }} |