Anonymous

ἡλικία: Difference between revisions

From LSJ
2,313 bytes added ,  30 December 2018
4
(16)
(4)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=και ηλικιά και [[ελικιά]], η (AM [[ἡλικία]], Α ιων. τ. ήλικίη και δωρ. τ. [[ἁλικία]])<br /><b>1.</b> (για έμβια όντα) ο [[χρόνος]] που διανύεται από τη [[γέννηση]] ενός έμβιου όντος [[μέχρι]] τη [[στιγμή]] που γίνεται [[λόγος]] για την [[ηλικία]] του, υπολογισμένος σε έτη ή στις υποδιαιρέσεις του έτους («τὴν δὲ ἡλικίαν [[περί]] ἔτη [[εἴκοσι]]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> [[κάθε]] [[περίοδος]] της ζωής του ανθρώπου, βρεφική ή νηπιακή, παιδική, εφηβική, νεανική, ανδρική, γεροντική [[ηλικία]]<br /><b>3.</b> (για το [[σώμα]]) το [[ανάστημα]], το [[μπόι]], η [[κορμοστασιά]] («οι δυό σου νώμοι πύργοι 'ναι κι η [[ελικιά]] σου [[κάστρο]]», Διγεν. Ακρ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (με προσδ. [[κατά]] γεν. δηλώνει ειδική [[εποχή]]) («[[ηλικία]] γάμου», «[[ηλικία]] στρατεύσεως»)<br /><b>2.</b> η στρατολογική [[κλάση]] («διατάχθηκε [[επιστράτευση]] [[πέντε]] ηλικιών»)<br /><b>3.</b> (και για τα άψυχα) η χρονική [[διάρκεια]], ο [[χρόνος]] [[κατά]] τον οποίο υπάρχει [[κάτι]] («η [[ηλικία]] της γης»)<br /><b>4.</b> <b>γεωλ.</b> [[μονάδα]] του γεωλογικού χρόνου που αντιπροσωπεύει το [[χρονικό]] [[διάστημα]], [[κατά]] το οποίο αποτέθηκε μια [[αλληλουχία]] πετρωμάτων<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «έχω την [[ηλικία]]» — δεν [[είμαι]] πια [[νέος]]<br />β) «[[κάμνω]] κάποιον της ηλικίας» — [[ανατρέφω]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b> α) «[[ἔρχομαι]] ή [[μπαίνω]] ή εἶμαι ή [[γίνομαι]] εἰς νόμον ἤ [[μέτρον]] ἡλικίας» — [[ενηλικιώνομαι]]<br />β) «τρέφομαι σε [[ηλικία]]» — [[μεγαλώνω]]<br />γ) «[[τελεία]] [[ηλικία]]» — η ώριμη [[ηλικία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για ανθρώπους) η [[περίοδος]] της [[ακμής]] του βίου, [[κατά]] την οποία συντελείται η σωματική και [[μάλιστα]] η πνευματική [[ανάπτυξη]]<br /><b>2.</b> [[κάθε]] [[γενεά]] («πολλαῑς [[ἔμπροσθεν]] ἡλικίαις», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>3.</b> αυτοί που έχουν την [[ίδια]] [[ηλικία]], οι συνομίληκοι<br /><b>4.</b> περασμένη [[εποχή]] ή περασμένη [[περίοδος]] του χρόνου, ο [[παλαιός]] [[καιρός]] («ταῡτα ἡλικίαν ἄν εἴη [[κατά]] Λάϊον» — [[κατά]] τους χρόνους, στον καιρό του Λαΐου, <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>5.</b> νεανικό [[πάθος]], νεανική [[ορμή]] («μὴ [[πάντα]] ἡλικίῃ και θυμῷ ἐπίτραπτε», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>6.</b> για [[γυναίκα]]) [[αγνότητα]], [[παρθενία]]<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> α) «ὁ παρ' ἡλικίαν νοῡς» — ο [[νους]] που έχει πρόωρα αναπτυχθεί<br />β) «οἱ ἐν τῇ αυτῇ ἡλικίᾳ» — οι συνομίληκοι<br />γ) «ἐς βαθὺ τῆς ἡλικίας» ή «[[πόρρω]] τῆς ἡλικίας» — σε προχωρημένα [[γεράματα]], σε γεροντική [[ηλικία]]<br />δ) «ἡλικίαν ἔχω» ή «ἡλικίας [[μετέχω]]» — βρίσκομαι στην κατάλληλη [[ηλικία]] για να [[κάνω]] [[κάτι]]<br />ε) «οἱ ἐν τῇ ἡλικίᾳ» — οι στρατεύσιμοι<br />στ) (για γυναίκες) «ἡ ἐν ἡλικίᾳ» — αυτή που [[είναι]] ώριμη για γάμο<br />ζ) «ἡ καθεστηκυῑα ἡλικίᾳ» — η [[μέση]], η ώριμη [[ηλικία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ηλικ</i>- (<span style="color: red;"><</span> [[ήλιξ]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>ία</i>. Σχηματίζει υποχωρητικά το <i>αφ</i>-[[ήλιξ]] «απομακρυσμένος από τη [[μέση]] [[ηλικία]]», δηλ. «ηλικιωμένος» [[αλλά]] και «[[νέος]]» μερικές φορές. Άλλο παρ. το [[ηλικιώτης]] «[[συνομήλικος]]» που στον τ. της κρητ. διαλ. <i>Fαλικιώτας</i> διατηρεί το <i>F</i>].
|mltxt=και ηλικιά και [[ελικιά]], η (AM [[ἡλικία]], Α ιων. τ. ήλικίη και δωρ. τ. [[ἁλικία]])<br /><b>1.</b> (για έμβια όντα) ο [[χρόνος]] που διανύεται από τη [[γέννηση]] ενός έμβιου όντος [[μέχρι]] τη [[στιγμή]] που γίνεται [[λόγος]] για την [[ηλικία]] του, υπολογισμένος σε έτη ή στις υποδιαιρέσεις του έτους («τὴν δὲ ἡλικίαν [[περί]] ἔτη [[εἴκοσι]]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> [[κάθε]] [[περίοδος]] της ζωής του ανθρώπου, βρεφική ή νηπιακή, παιδική, εφηβική, νεανική, ανδρική, γεροντική [[ηλικία]]<br /><b>3.</b> (για το [[σώμα]]) το [[ανάστημα]], το [[μπόι]], η [[κορμοστασιά]] («οι δυό σου νώμοι πύργοι 'ναι κι η [[ελικιά]] σου [[κάστρο]]», Διγεν. Ακρ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (με προσδ. [[κατά]] γεν. δηλώνει ειδική [[εποχή]]) («[[ηλικία]] γάμου», «[[ηλικία]] στρατεύσεως»)<br /><b>2.</b> η στρατολογική [[κλάση]] («διατάχθηκε [[επιστράτευση]] [[πέντε]] ηλικιών»)<br /><b>3.</b> (και για τα άψυχα) η χρονική [[διάρκεια]], ο [[χρόνος]] [[κατά]] τον οποίο υπάρχει [[κάτι]] («η [[ηλικία]] της γης»)<br /><b>4.</b> <b>γεωλ.</b> [[μονάδα]] του γεωλογικού χρόνου που αντιπροσωπεύει το [[χρονικό]] [[διάστημα]], [[κατά]] το οποίο αποτέθηκε μια [[αλληλουχία]] πετρωμάτων<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «έχω την [[ηλικία]]» — δεν [[είμαι]] πια [[νέος]]<br />β) «[[κάμνω]] κάποιον της ηλικίας» — [[ανατρέφω]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b> α) «[[ἔρχομαι]] ή [[μπαίνω]] ή εἶμαι ή [[γίνομαι]] εἰς νόμον ἤ [[μέτρον]] ἡλικίας» — [[ενηλικιώνομαι]]<br />β) «τρέφομαι σε [[ηλικία]]» — [[μεγαλώνω]]<br />γ) «[[τελεία]] [[ηλικία]]» — η ώριμη [[ηλικία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για ανθρώπους) η [[περίοδος]] της [[ακμής]] του βίου, [[κατά]] την οποία συντελείται η σωματική και [[μάλιστα]] η πνευματική [[ανάπτυξη]]<br /><b>2.</b> [[κάθε]] [[γενεά]] («πολλαῑς [[ἔμπροσθεν]] ἡλικίαις», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>3.</b> αυτοί που έχουν την [[ίδια]] [[ηλικία]], οι συνομίληκοι<br /><b>4.</b> περασμένη [[εποχή]] ή περασμένη [[περίοδος]] του χρόνου, ο [[παλαιός]] [[καιρός]] («ταῡτα ἡλικίαν ἄν εἴη [[κατά]] Λάϊον» — [[κατά]] τους χρόνους, στον καιρό του Λαΐου, <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>5.</b> νεανικό [[πάθος]], νεανική [[ορμή]] («μὴ [[πάντα]] ἡλικίῃ και θυμῷ ἐπίτραπτε», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>6.</b> για [[γυναίκα]]) [[αγνότητα]], [[παρθενία]]<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> α) «ὁ παρ' ἡλικίαν νοῡς» — ο [[νους]] που έχει πρόωρα αναπτυχθεί<br />β) «οἱ ἐν τῇ αυτῇ ἡλικίᾳ» — οι συνομίληκοι<br />γ) «ἐς βαθὺ τῆς ἡλικίας» ή «[[πόρρω]] τῆς ἡλικίας» — σε προχωρημένα [[γεράματα]], σε γεροντική [[ηλικία]]<br />δ) «ἡλικίαν ἔχω» ή «ἡλικίας [[μετέχω]]» — βρίσκομαι στην κατάλληλη [[ηλικία]] για να [[κάνω]] [[κάτι]]<br />ε) «οἱ ἐν τῇ ἡλικίᾳ» — οι στρατεύσιμοι<br />στ) (για γυναίκες) «ἡ ἐν ἡλικίᾳ» — αυτή που [[είναι]] ώριμη για γάμο<br />ζ) «ἡ καθεστηκυῑα ἡλικίᾳ» — η [[μέση]], η ώριμη [[ηλικία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ηλικ</i>- (<span style="color: red;"><</span> [[ήλιξ]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>ία</i>. Σχηματίζει υποχωρητικά το <i>αφ</i>-[[ήλιξ]] «απομακρυσμένος από τη [[μέση]] [[ηλικία]]», δηλ. «ηλικιωμένος» [[αλλά]] και «[[νέος]]» μερικές φορές. Άλλο παρ. το [[ηλικιώτης]] «[[συνομήλικος]]» που στον τ. της κρητ. διαλ. <i>Fαλικιώτας</i> διατηρεί το <i>F</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἡλῐκία:''' Ιων. -ίη, Δωρ. [[ἁλικία]], ἡ ([[ἧλιξ]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> ο [[χρόνος]] της ζωής, η [[ηλικία]], Λατ. [[aetas]], σε Ομήρ. Ιλ.· η αιτ. χρησιμ. απόλ., σε [[ηλικία]], κατά την [[ηλικία]], <i>νέοςἡλικίην</i>, σε Ηρόδ.· ομοίως στη δοτ., ἡλικίᾳ [[ἔτι]] [[τότε]] ὢν [[νέος]], σε Θουκ.· [[πόρρω]] τῆς ἡλικίας ὢν, προχωρημένος σε [[ηλικία]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> [[συνήθως]], όπως το [[ἥβη]], το [[άνθος]] ή η [[ακμή]] της ηλικίας, από τα 17 έως τα 45 έτη, η ανδρική [[ηλικία]]· <i>ἐν ἁλικίᾳ πρώτᾳ</i>, σε Πίνδ.· ἐν ἁλικίᾳ [[εἶναι]], βρίσκομαι σε [[ηλικία]], σε Πλάτ. κ.λπ.· ομοίως, <i>ἡλικίαν ἔχειν</i>, εἰς ἡλικίαν [[ἐλθεῖν]], στον ίδ.· <i>ἡλικίαν ἔχειν</i>, με απαρέμφ., είμαι στην κατάλληλη [[ηλικία]] για να κάνω [[κάτι]], σε Ηρόδ.· <i>οἱ ἐν ἡλικίᾳ</i>, άνδρες σε στρατεύσιμη [[ηλικία]], σε Θουκ.<br /><b class="num">3.</b> η νεανική [[ορμή]], το νεανικό [[πάθος]]· <i>ἡλικίῃ καὶ θυμῷ ἐπιτρέπειν</i>, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> ως ταυτόσημο του περιληπτικού ουσιαστικού οἱ [[ἥλικες]], αυτοί που βρίσκονται στην [[ίδια]] [[ηλικία]], ομήλικοι, συνομήλικοι, σε Ομήρ. Ιλ., Θουκ.<br /><b class="num">III. 1.</b> [[χρόνος]], [[εποχή]]· [[ταῦτα]] ἡλικίην ἂν εἴη κατὰ Λάϊον, κατά τους χρόνους του Λαΐου, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> [[γενιά]], χρονική [[περίοδος]], Λατ. [[saeculum]], σε Δημ. κ.λπ.<br /><b class="num">IV.</b>λέγεται για το [[σώμα]], [[ανάστημα]], [[μέγεθος]], ως [[ένδειξη]] ηλικίας, σε Ηρόδ., Πλάτ.
}}
}}