ἐπάξω: Difference between revisions

From LSJ

ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself

Source
(4)
(2)
Line 7: Line 7:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπάξω:''' Δωρ. αντί <i>ἐπήξω</i>, βʹ ενικ. Μέσ. αορ. αʹ του [[πήγνυμι]].
|lsmtext='''ἐπάξω:''' Δωρ. αντί <i>ἐπήξω</i>, βʹ ενικ. Μέσ. αορ. αʹ του [[πήγνυμι]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπάξω:''' <b class="num">I</b> дор. (= ἐπήξω) 2 л. sing. aor. 1 med. к [[πήγνυμι]].<br /><b class="num">II</b> fut. к [[ἐπάγω]].
}}
}}

Revision as of 07:40, 31 December 2018

Greek (Liddell-Scott)

ἐπάξω: Δωρ. ἀντὶ ἐπήξω, β΄ ἑνικ. πρόσωπ. τοῦ Μέσ. ἀορ. α΄ τοῦ πήγνυμι, Θεόκρ. 4. 28, ἔνθα νῦν αἱ ἄρισται ἐκδόσεις ἔχουσιν ἐπάξα κατὰ τὸν Σχολ. λέγοντα: «τὸ δεύτερον πρόσωπον τοῦ α΄ μέσου ἀορίστου οἱ Συρακόσιοι διὰ τοῦ α προφέρονται».

French (Bailly abrégé)

v. ἐπάγω.

Greek Monotonic

ἐπάξω: Δωρ. αντί ἐπήξω, βʹ ενικ. Μέσ. αορ. αʹ του πήγνυμι.

Russian (Dvoretsky)

ἐπάξω: I дор. (= ἐπήξω) 2 л. sing. aor. 1 med. к πήγνυμι.
II fut. к ἐπάγω.