ἐπάξω

From LSJ

ἀνθρωπεία φύσις πολεμία τοῦ προὔχοντος → human nature is hostile to all that is eminent

Source

French (Bailly abrégé)

v. ἐπάγω.

Russian (Dvoretsky)

ἐπάξω:
I дор. (= ἐπήξω) 2 л. sing. aor. 1 med. к πήγνυμι.
II fut. к ἐπάγω.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπάξω: Δωρ. ἀντὶ ἐπήξω, β΄ ἑνικ. πρόσωπ. τοῦ Μέσ. ἀορ. α΄ τοῦ πήγνυμι, Θεόκρ. 4. 28, ἔνθα νῦν αἱ ἄρισται ἐκδόσεις ἔχουσιν ἐπάξα κατὰ τὸν Σχολ. λέγοντα: «τὸ δεύτερον πρόσωπον τοῦ α΄ μέσου ἀορίστου οἱ Συρακόσιοι διὰ τοῦ α προφέρονται».

Greek Monotonic

ἐπάξω: Δωρ. αντί ἐπήξω, βʹ ενικ. Μέσ. αορ. αʹ του πήγνυμι.