ἐπιβάσκω: Difference between revisions

2
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπιβάσκω:''' Ενεργ. του [[ἐπιβαίνω]], με γεν., <i>κακῶν ἐπιβασκέμεν υἷας Ἀχαιῶν</i>, οδηγείς αυτούς σε [[δυστυχία]], σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''ἐπιβάσκω:''' Ενεργ. του [[ἐπιβαίνω]], με γεν., <i>κακῶν ἐπιβασκέμεν υἷας Ἀχαιῶν</i>, οδηγείς αυτούς σε [[δυστυχία]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπιβάσκω:''' [causat. к [[ἐπιβαίνω]] вводить, погружать, ввергать (κακῶν ἐπιβασκέμεν τινά Hom.).
}}
}}