ἐπιβάσκω

From LSJ

εἰς δὲ θεοὺς ἀσεβείας τε καὶ εὐσεβείας καὶ γονέας καὶ αὐτόχειρος φόνου μείζους ἔτι τοὺς μισθοὺς διηγεῖτο → and he had still greater requitals to tell of piety and impiety towards the gods and parents and of self-slaughter

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιβάσκω Medium diacritics: ἐπιβάσκω Low diacritics: επιβάσκω Capitals: ΕΠΙΒΑΣΚΩ
Transliteration A: epibáskō Transliteration B: epibaskō Transliteration C: epivasko Beta Code: e)piba/skw

English (LSJ)

causal of ἐπιβαίνω, c. gen., κακῶν ἐπιβασκέμεν υἷας Αχαιῶν lead them into misery, Il.2.234. (Perh. by haplology from ἐπιβιβάσκω.)

German (Pape)

[Seite 928] Il. 2, 234 κακῶν ἐπιβασκέμεν υἷας Ἀχαιῶν, ins Unglück führen.

French (Bailly abrégé)

seul. inf. épq. ἐπιβασκέμεν;
plonger dans, gén..
Étymologie: ἐπί, βάσκω.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιβάσκω: [causat. к ἐπιβαίνω вводить, погружать, ввергать (κακῶν ἐπιβασκέμεν τινά Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιβάσκω: μεταβατικὸν ἐνεργείας τοῦ ἐπιβαίνω ΙΙ, μετὰ γεν., οὐ μὲν ἔοικεν ἀρχὸν ἐόντα κακῶν ἐπιβασκέμεν υἷας Ἀχαιῶν, «οὐ μὴν πρέπει ἀρχηγὸν ὄντα τῶν Ἑλλήνων ἐπὶ κακῶν ἐπιβιβάζειν αὐτοὺς» (Θ. Γαζῆς), δηλ. νὰ ὁδηγῇς αὐτοὺς εἰς δυστυχίας, Ἱλ. Β. 234.

English (Autenrieth)

equivalent to the causative tenses of ἐπιβαίνω, bring into; κακῶν, Il. 2.234†.

Greek Monolingual

ἐπιβάσκω (Α)
κάνω κάποιον να βαδίσει προς ορισμένη κατεύθυνση, οδηγώ.

Greek Monotonic

ἐπιβάσκω: Ενεργ. του ἐπιβαίνω, με γεν., κακῶν ἐπιβασκέμεν υἷας Ἀχαιῶν, οδηγείς αυτούς σε δυστυχία, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

Causal of ἐπιβαίνω
c. gen., κακῶν ἐπιβασκέμεν υἷας Ἀχαιῶν to lead them into misery, Il.