Anonymous

ἐπιβάσκω: Difference between revisions

From LSJ
4
(13)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπιβάσκω]] (Α)<br />[[κάνω]] κάποιον να βαδίσει [[προς]] ορισμένη [[κατεύθυνση]], [[οδηγώ]].
|mltxt=[[ἐπιβάσκω]] (Α)<br />[[κάνω]] κάποιον να βαδίσει [[προς]] ορισμένη [[κατεύθυνση]], [[οδηγώ]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐπιβάσκω:''' Ενεργ. του [[ἐπιβαίνω]], με γεν., <i>κακῶν ἐπιβασκέμεν υἷας Ἀχαιῶν</i>, οδηγείς αυτούς σε [[δυστυχία]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}