λελάχητε: Difference between revisions
From LSJ
Σοφία δὲ πλούτου κτῆμα τιμιώτερον → Pretiosior res opipus est sapientia → Die Weisheit ist mehr wert als Säcke voller Geld
(5) |
(3) |
||
Line 10: | Line 10: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''λελάχητε:''' [[λελάχωσι]], βʹ και γʹ πληθ. Επικ. αναδιπλ. αορ. του [[λαγχάνω]]. | |lsmtext='''λελάχητε:''' [[λελάχωσι]], βʹ και γʹ πληθ. Επικ. αναδιπλ. αορ. του [[λαγχάνω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''λελάχητε:''' эп. 2 л. pl. aor. 2 conjct. к [[λαγχάνω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:56, 31 December 2018
Greek (Liddell-Scott)
λελάχητε: λελάχωσι, ἴδε ἐν λέξ. λαγχάνω.
French (Bailly abrégé)
2ᵉ pl. sbj. ao.2 épq. de λαγχάνω.
English (Autenrieth)
see λαγχάνω.
Greek Monotonic
λελάχητε: λελάχωσι, βʹ και γʹ πληθ. Επικ. αναδιπλ. αορ. του λαγχάνω.
Russian (Dvoretsky)
λελάχητε: эп. 2 л. pl. aor. 2 conjct. к λαγχάνω.