3,277,206
edits
(5) |
(3b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὀμφάλιος:''' -ον (ὀμφᾰλός), αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον αφαλό, σε Ανθ. | |lsmtext='''ὀμφάλιος:''' -ον (ὀμφᾰλός), αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον αφαλό, σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὀμφάλιος:''' (ᾰ) имеющий острый выступ, с шишкой (σάκεος [[τρύφος]] Anth.). | |||
}} | }} |