ὀμφάλιος: Difference between revisions

3b
(5)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὀμφάλιος:''' -ον (ὀμφᾰλός), αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον αφαλό, σε Ανθ.
|lsmtext='''ὀμφάλιος:''' -ον (ὀμφᾰλός), αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον αφαλό, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὀμφάλιος:''' (ᾰ) имеющий острый выступ, с шишкой (σάκεος [[τρύφος]] Anth.).
}}
}}