Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ὀμφάλιος

From LSJ

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀμφᾰλιος Medium diacritics: ὀμφάλιος Low diacritics: ομφάλιος Capitals: ΟΜΦΑΛΙΟΣ
Transliteration A: omphálios Transliteration B: omphalios Transliteration C: omfalios Beta Code: o)mfa/lios

English (LSJ)

α, ον, having a boss, bossy, ὀ. σάκεος τρύφος AP6.84 (Paul. Sil.).

German (Pape)

[Seite 343] ον, den Nabel betreffend, nabelrund, όμ φάλιον σάκεος τρύφος, Paul. Sil. 49 (VI, 84).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
ombiliqué, arrondi ou bombé.
Étymologie: ὀμφαλός.

Russian (Dvoretsky)

ὀμφάλιος: (ᾰ) имеющий острый выступ, с шишкой (σάκεος τρύφος Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ὀμφάλιος: «εἶδος σύκου, ἰσχάδος» Φώτ.
α, ον, ὁ ἔχων ὀμφαλόν, κόσμημά τι στρογγύλον, ὀμφ. σάκεος τρύφος Ἀνθ. Π. 6. 84.

Greek Monolingual

-α, -ο (ΑΜ ὀμφάλιος, -ία, -ον) ομφαλός
το ουδ. ως ουσ. το ομφάλιον
(στο Βυζ.) στρογγυλή πλάκα από χρωματιστό μάρμαρο που τοποθετείται στο κέντρο του μωσαϊκού ή μαρμάρινου δαπέδου αιθουσών, ναών κ.λπ.
νεοελλ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ομφαλό
2. το ουδ. ως ουσ. ανθρωπολ. το σωματομετρικό σημείο που βρίσκεται στο κέντρο του ανθρώπινου ομφαλού
3. φρ. «ομφάλιος λώρος»
i) ανατ. συνδετικό και αγγειακό στέλεχος, περιβαλλόμενο από άμνιο, το οποίο συνδέει το έμβρυο με τον πλακούντα της μητέρας του, αλλ. ομφαλίδα
ii) τεχνολ. το ειδικό σχοινί με το.οποίο προσδένονται οι αστροναύτες κατά την έξοδό τους από διαστημόπλοιο ή από δορυφόρο σε περίπτωση πτήσης στον κενό χώρο κατά την εκτέλεση επιδιορθώσεων, πειραμάτων, παρατηρήσεων
iii) μτφ. καθετί που συνδέει πρόσωπα ή πράγματα προσδίδοντάς τους ζωή ή δύναμη
μσν.
το ουδ. ως ουσ. ζωγραφικός πίνακας, πιθ. ελλειψοειδής ή στρογγυλός, στον οποίο απεικονίζεται πρόσωπο ή σύνθεση προσώπων
αρχ.
1. αυτός που έχει ομφαλό, δηλ. κάποιο στρογγυλό κόσμημα, αυτός που εξέχει, ο ομφαλοειδής, ο κυρτός
2. το ουδ. ως ουσ. α) μικρός ομφαλός
β) κύρτωμα ή κόσμημα στο μέσο ασπίδας.

Greek Monotonic

ὀμφάλιος: -ον (ὀμφᾰλός), αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον αφαλό, σε Ανθ.

Middle Liddell

ὀμφάλιος, ον, [ὀμφᾰλός]
having a boss, bossy, Anth.